«Και τι είν’ ωρέ ο θάνατος μπρος στην ασυμμετρία;» είναι ο τίτλος της ποιητικής συλλογής του Κώστα Μαρδά, που κυκλοφόρησε το 2021 από τις εκδόσεις Καμπύλη. Στο αμέσως προηγούμενο βιβλίο του, που είχε τίτλο «Γυμνή θεολογία» και κυκλοφόρησε το 2016 από τις εκδόσεις Βακχικόν, ο ποιητής μιλούσε για τον κόσμο της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, κατονομάζοντας ένα προς ένα τα προβλήματα και τα αδιέξοδά του: οι πρόσφυγες και οι εξόριστοι που περιφέρονται σε άνυδρους και αφιλόξενους τόπους, οι τερατωδίες της τεχνολογίας που στερούν το άτομο από την ελευθερία και την προσωπικότητά του, η υπαγωγή των εξουσιών σε αλλότρια συμφέροντα, η απόκρυψη της καθημερινής αθλιότητας από τον δημόσιο λόγο, εν ονόματι μιας άνευ νοήματος ομοθυμίας και ενότητας, οι άνθρωποι που χάνουν την υπόσταση και την ακεραιότητά τους σε μια κοινωνία η οποία όχι μόνο δεν μπορεί να τους υποσχεθεί το παραμικρό, αλλά τους δυσκολεύει να υπομείνουν και τον ήδη πολλαπλά παρεμποδισμένο βίο τους.
Το κοινωνικό βλέμμα και η συχνά οργισμένη κριτική για τον καθημερινό μας περίγυρο δίνουν γενναία το παρών και στο «Και τι είν’ ωρέ ο θάνατος μπρος στην ασυμμετρία;» με τη διαφορά πως στη θέση του θυμού και της οργής έχει μπει πλέον η ειρωνεία, προκαλώντας ένα πολύ πιο άμεσο και δραστικό αποτέλεσμα: «Ηγέτες και καταστροφές / λατρεία των λαών μας» ή «Να ‘χει πληγές το σώμα σου / άσπιλο μην τ’ αφήνεις», ή και «Μαβιές, σκληρές, τρεμάμενες / οι Κυριακές στον κόσμο».
Το καινούργιο βιβλίο του Μαρδά δεν είναι ποιητικό. Τιτλοφορείται «1821-2021. Χορεύοντας στον γκρεμό του δανεισμού» (και πάλι από τις εκδόσεις Καμπύλη). Μιλάμε τώρα για ένα θεατρικό έργο («Διάλογοι μυθιστορίας» προτιμά να το χαρακτηρίσει παιγνιωδώς ο συγγραφέας) ή μάλλον για ένα βιβλίο γραμμένο προκειμένου να καταλήξει στο θέατρο, να μετατραπεί σε ζωντανή θεατρική παράσταση, που θα εκπλήξει τους θεατές της με την πολυμέρεια και την ένταση των φωνών της, το φάσμα των εναλλαγών εντός του οποίου κινούνται οι τόνοι της και το βάθος των πραγμάτων το οποίο θα αποκαλύψει η κριτική της ματιά.
Τα περισσότερα από τα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα που απασχολούν τον Μαρδά στις ποιητικές του συλλογές δηλώνουν γενναία την παρουσία τους και στο θεατρικό του έργο με τη διαφορά πως η προσοχή τώρα επικεντρώνεται στη μακρά ιστορία -και κυρίως στην παθολογία- των ελληνικών δανείων από τα χρόνια του Αγώνα και του 1821 μέχρι και τις ημέρες μας.
Ο Μαρδάς καταφέρνει να δείξει, καταφεύγοντας άλλοτε στο χιούμορ κι άλλοτε σε έναν σκληρό και δαιμόνιο σαρκασμό και αυτοσαρκασμό πως όλες οι ελληνικές εξουσίες έπεσαν στη δίνη των δανείων με την οικονομική και την πολιτική εξάρτηση από τους δανειστές ή με τη σπατάλη των χρημάτων τα οποία επενδύθηκαν σε άσχετους σκοπούς ή χρησιμοποιήθηκαν ανορθολογικά: από την περίοδο του Τρικούπη, του Δηλιγιάννη και του Βενιζέλου μέχρι τις πρώτες κυβερνήσεις μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ή μέχρι και τις κυβερνήσεις των μεταπολιτευτικών μνημονίων στις οποίες συμμετείχαν τα περισσότερα γνωστά κόμματα.
Εκείνο που έχει, ωστόσο, τη μεγαλύτερη σημασία στη δουλειά του δεν είναι τόσο ο καταμερισμός των πολιτικών ευθυνών (ποιος θα μπορούσε να τις αρνηθεί ή να τις αποφύγει) όσο οι θεατρικοί του χαρακτήρες, τα θεατρικά του πρόσωπα (όλα αλληγορικά), τα οποία ανεβαίνουν στη σκηνή είτε για να λοιδορηθούν μέχρι δακρύων είτε για να ζήσουν εκ νέου το ιστορικό δράμα της αποτυχίας και της παντελούς διάψευσής τους.
Η άλλη σημαντική πλευρά του βιβλίου είναι το κωμικοτραγικό του στοιχείο. Ο εγκλωβισμός και η αυτοπαγίδευση των πρωταγωνιστών του στις επιλογές τους. Κι εδώ η κωμωδία και η μαύρη κωμωδία έρχονται να συναντήσουν τη φάρσα και το πικρόχολο αστείο. Μόνο που εντέλει θα μας κόψουν κάθε όρεξη για γέλιο αφού εκείνο το οποίο κάνει εν κατακλείδι ο συγγραφέας είναι να ανιχνεύσει και να αναδείξει περίτρανα την καταθλιπτική μας αυτογνωσία – αν και όσο την έχουμε.