Η κυβέρνηση οδεύει προς περαιτέρω χαλάρωση στα μέτρα που αφορούν στην πανδημία του κορονοϊού, έπειτα και από τη θετική γνωμοδότηση της Επιτροπής των ειδικών το μεσημέρι της Τετάρτης.
Ωστόσο, φαίνεται πως το υπουργείο Υγείας επιλέγει να μην άρει ορισμένους από τους περιορισμούς που αφορούν στον υποχρεωτικό εμβολιασμό των υγειονομικών, την ώρα που επιλέγει να αποσύρει το πρόστιμο των 100 ευρώ ανά μήνα που είχε επιβάλει σε πολίτες άνω των 60 ετών που επέμεναν να μην κάνουν το εμβόλιο ενάντια στον κορονοϊό.
Τα μέτρα που αίρονται σύμφωνα με την Επιτροπή
Συγκεκριμένα, στη σημερινή συνεδρίασή της η Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας εισηγήθηκε ομόφωνα τη μείωση του αριθμού των τεστ στα οποία υποβάλλονται εβδομαδιαίως μαθητές και εμβολιασμένοι εκπαιδευτικοί. Έτσι, μαθητές και οι εμβολιασμένοι εκπαιδευτικοί θα κάνουν ένα self test την εβδομάδα.
Παράλληλα, στα μέτρα που διαγράφονται συγκαταλέγεται στο εξής και η πληρότητα στους αθλητικούς χώρους. Όπως γνωμοδότησε η επιτροπή, δίνεται το «πράσινο φως» για αύξηση πληρότητας στα γήπεδα στο 100%.
Η εισήγηση της Επιτροπής γίνεται αποδεκτή από την κυβέρνηση και οι λεπτομέρειες θα διευκρινιστούν στην υπό έκδοση ΚΥΑ.
Αίρεται και το πρόστιμο σε ανεμβολίαστους
«Από τις 15 Απριλίου θα ανασταλεί το πρόστιμο των 100 ευρώ για τους άνω των 60 ετών που παραμένουν ανεμβολίαστοι. Θα εισπραχθεί το ποσό έως τα 300 ευρώ που αντιστοιχεί μέχρι τις 15 Απριλίου. Το μέτρο θα επανεξεταστεί τον Σεπτέμβριο, άρα τελεί σε αναστολή για τους υπόλοιπους μήνες», ανέφερε επίσης σήμερα, ο υπουργός Υγείας Θάνος Πλεύρης, σε δηλώσεις του στο περιστύλιο της Βουλής.
Ο κ. Πλεύρης αιτιολόγησε αργότερα την απόσυρση του προστίμου των 100 ευρώ σε ανεμβολίαστους άνω των 60 ετών, τονίζοντας ότι «τότε που εφαρμόστηκε. ήταν άλλοι οι δείκτες της επιδημιολογικής κατάστασης, ενώ αυτή τη στιγμή, λόγω της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού, οι εμβολιασμένοι έχουν ξεπεράσει το 90%».
Γιατί παραμένουν τα μέτρα στους υγειονομικούς
Ο υπουργός Υγείας, Θάνος Πλεύρης, χαρακτήρισε αναγκαία την παράταση της ισχύος των μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας, αργά το βράδυ κατά τη συζήτηση στη Βουλή του νομοσχεδίου του υπουργείου Υγείας, που αφορά την παράταση ρυθμίσεων για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Όπως είπε, τα μέτρα μένουν, ιδιαίτερα αναφορικά με τους υγειονομικούς στη δημόσια υγεία και τόνισε ότι θα επανεξεταστούν και θα προσαρμοστούν ανάλογα με τα δεδομένα που θα υπάρχουν στο μέλλον. Ο υπουργός έκανε λόγο για αναγκαίες παρατάσεις, σημειώνοντας ότι «κατά τη διάρκεια της πανδημίας εξετάζουμε όλα τα δεδομένα της στιγμής και αποφασίζουμε τη λήψη ή μη, νέων μέτρων».
Ο κ. Πλεύρης επανέλαβε ωστόσο ότι όσοι απ’ αυτούς εμβολιαστούν, θα επιστρέψουν άμεσα στην εργασία τους. Ο υπουργός Υγείας υπεραμύνθηκε και της παράτασης μέχρι 31/12/2022, του μέτρου για αναστολή εργασίας του ανεμβολίαστους υγειονομικού προσωπικού λόγω covid, τονίζοντας ότι «η κυβέρνηση το έχει καταστήσει σαφές, πως αν εμβολιαστούν, μπορεί να επιστρέψουν άμεσα στην εργασία τους».
Αντιδράσεις για την παράταση στα μέτρα από την Αντιπολίτευση
Από την πλευρά της, η αντιπολίτευση κατηγόρησε την κυβέρνηση για έλλειψη ολοκληρωμένου σχεδίου και αυταρχικές λογικές, ενώ απέδωσε σκοπιμότητα στις συνεχιζόμενες παρατάσεις μέτρων για την πανδημία, με στόχο την απαξίωση και ιδιωτικοποίηση του Εθνικού Συστήματος Υγείας.
«Παρατείνετε μέχρι 31/ 12/22 ένα καθεστώς ακραίας φτωχοποίησης αφαιρώντας τους το δικαίωμα στην εργασία. Να ξεκαθαρίσω ότι δεν υπερασπίζομαι τους ανεμβολίαστους. Μπορούν όμως να εφαρμοστούν υγειονομικά πρωτόκολλα που θα διασφαλίζουν, και τους εαυτούς τους, και τους ασθενείς» είπε από την πλευρά του ο Ανδρέας Ξανθός του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο ειδικός αγορητής του ΚΙΝΑΛ, Γιώργος Φραγγίδης, κατηγόρησε την κυβέρνηση για «απροκάλυπτα κακή νομοθέτηση» ενώ επεσήμανε ότι η σωρεία παρατάσεων επί παρατάσεων τις οποίες νομοθετεί, αποδεικνύει την αποτυχία της στη διαχείριση της πανδημίας.
Ο ειδικός αγορητής του ΚΚΕ, Γιώργος Λαμπρούλης τάχθηκε εναντίον των διατάξεων για παρατάσεις, υπογραμμίζοντας ότι «πρόκειται για συνέχιση των ανεπαρκών μέτρων, που στην ουσία δεν απαντούν στα αυξημένα προβλήματα των πολιτών και δεν κατευθύνονται στη λογική ενίσχυσης των δημοσίων δομών υγείας και των 4.500 εργαζομένων».