29.6 C
Athens
Τρίτη 19 Αυγούστου 2025

Κοκό Σανέλ: Από το ορφανοτροφείο και το καμπαρέ στην κορυφή της μόδας

Σαν σήμερα, 19 Αυγούστου γεννήθηκε η σπουδαιότερη σχεδιάστρια μόδας του κόσμου. Η Κοκό Σανέλ δεν είναι μόνο οι τσάντες ή τα ταγιέρ που πολλές γυναίκες νομίζουν, η Κοκό Σανέλ ήταν πολλά περισσότερα.

Ήταν μια σπουδαία σχεδιάστρια, καλλιτέχνιδα και κορυφαία επιχειρηματίας η οποία υπήρξε πολύ μπροστά από την εποχή της.

Η Κοκό Σανέλ ήταν ένα αληθινό φαινόμενο.

Αυτή είναι η ζωή της

Η Γκαμπριέλ Μπονέρ Σανέλ ήταν ένα κορίτσι που έζησε για χρόνια σε μοναστήρι ως ορφανή και εγκαταλελειμμένη, τραγούδησε σε καμπαρέ, έζησε θυελλώδεις έρωτες και στο τέλος έγραψε ιστορία.

Σήμερα, το όνομα Chanel σημαίνει πολυτέλεια και κομψότητα. Όμως, πίσω από την αυτοκρατορία, κρύβεται μια ζωή γεμάτη από φτώχεια, πάθος και έμπνευση.

Κοκό Σανέλ: Από το ορφανοτροφείο και το καμπαρέ στην κορυφή της μόδας
Φωτογραφία: Wikipedia

Τα δύσκολα παιδικά χρόνια

Η Γκαμπριέλ Μπονέρ Σανέλ γεννήθηκε 19 Αυγούστου το 1883 στο Σωμέρ της Γαλλίας. Ο πατέρας της ήταν πλανόδιος μικροπωλητής ρούχων και εσωρούχων και η μητέρα της ήταν πλύστρα σε πτωχοκομείο.

Η μητέρα της πέθανε όταν εκείνη ήταν μόλις 12 ετών. Ο πατέρας δεν άντεξε το βάρος της ευθύνης της ανατροφής των παιδιών του και τα εγκατέλειψε σε ένα μοναστήρι στο Ομπαζίν.

Εκεί, η μικρή Γκαμπριέλ μεγάλωσε μέσα στην αυστηρότητα και την πειθαρχία των καλογριών. Η ζωή στο μοναστήρι ήταν απίστευτα δύσκολη· προσευχή, δουλειά και κανόνες. Ωστόσο, εκεί έμαθε να ράβει και έτσι έβαλε τα θεμέλια για την αυτοκρατορία που θα ακολουθούσε.

«Η παιδική μου ηλικία ήταν τόσο δυστυχισμένη, που με ανάγκασε να βρω δύναμη μέσα μου. Δεν ήθελα ποτέ ξανά να εξαρτώμαι από κανέναν.»

Το πρωί μοδίστρα το βράδυ στο καμπαρέ

Στα είκοσί της, άφησε το μοναστήρι και βρήκε δουλειά σε μικρά καταστήματα ως μοδίστρα. Τα βράδια, όμως, δούλευε σε καμπαρέ τραγουδώντας. Η φωνή της δεν ήταν σπουδαία, αλλά η συνολική της παρουσία ήταν ξεχωριστή.

Συχνά τραγουδούσε το “Qui qu’a vu Coco dans le Trocadéro?” και από εκεί κόλλησε το παρατσούκλι Coco. Κάποιοι λένε ότι το όνομα “Coco” βγήκε από αυτό το τραγούδι, άλλοι ότι ήταν εμπνευσμένο από την έκφραση, «cocotte» δηλαδή, κοκότα. Όπως και να έχει, το όνομα της έμεινε…

Ήταν η «Κοκό» των κακόφημων καμπαρέ, και η μυστική ερωμένη πλουσίων.

Στο καμπαρέ γνώριζε εύπορους άνδρες, ανθρώπους που μπορούσαν να της ανοίξουν πόρτες. Ήταν όμορφη, μυστήρια, διαφορετική από τις άλλες και ήταν αποφασισμένη. Είχε όραμα. Ήθελε να φτιάξει τη δική της ζωή και ήξερε να χρησιμοποιεί τη γοητεία της για να φτάσει πιο κοντά στο όνειρο της.

Ήταν λοιπόν ένα κορίτσι που τραγουδούσε άσματα με σεξουαλικό περιεχόμενο στο καμπαρέ της Μουλέν –πόλη γνωστή για τη στρατιωτική της βάση. Τη μέρα έραβε και διόρθωνε τα παντελόνια των αξιωματικών και τη νύχτα τους διασκέδαζε.

Ήταν χαρούμενη, όμορφη, με παρουσιαστικό αγοροκόριτσου, γλυκιά, τρυφερή και παράλληλα γενναία και γεμάτη ενέργεια.

Καμία σχέση με τις κοπέλες εκείνης της εποχής που επιδίωκαν όλες να έχουν έναν μοιραίο και απρόσιτο τύπο.

«Η ζωή μου δεν με ευχαριστούσε, οπότε δημιούργησα μια νέα ζωή».

Το 1906 σ’ ένα καμπαρέ, που τραγουδούσε, γνώρισε τον Ετιέν Μπαλσάν, γόνο οικογένειας υφαντουργών, με τον οποίο πέρασε στο πλάι του αρκετά χρόνια πλούσιας ζωής. Μάλιστα φήμες λένε ότι είχε βολευτεί τόσο πολύ που του είχε γίνει κυριολεκτικά τσιμπούρι. Μετακόμισε στο κάστρο του και ζούσε τη ζωή που πάντα επιθυμούσε.

Κοιμόταν σε αφράτα στρώματα και ζεστά παπλώματα μέχρι το μεσημέρι, έπινε μοσχομυριστό καφέ καθημερινά και διάβαζε μυθιστορήματα ασταμάτητα. Καμία σχέση με την ζωή της μέχρι πρότινος, στο ορφανοτροφείο με τις καλόγριες, και ύστερα στα φθηνά δωμάτια στα οποία φυτοζωούσε. Επιτέλους, για πρώτη φορά στη στερημένη της ζωή, ένιωθε άνεση και ασφάλεια.

Ο Ετιέν πέρναγε καλά με την Κοκό, τον διασκέδαζε, όμως δεν άλλαξε για εκείνη. Επίσης δεν την ήθελε συνεχώς μαζί του, και της το έδειχνε. Όμως εκείνη δεν την ένοιαζε, ήταν αποφασισμένη να μείνει δίπλα του. Ο Ετιέν έμεινε για τρία χρόνια με την Κοκό χωρίς όμως να την πάρει σοβαρά και χωρίς να γίνει ποτέ επίσημα η σύντροφος του.

Ο Έρωτας

Όμως το 1909  η μεγάλη τύχη της χτύπησε την πόρτα και γοήτευσε τον Άρθουρ “Μπόι” Καπέλ έναν πλούσιο Άγγλο επιχειρηματία και έκαναν σχέση,  ο Καπέλ μάλιστα ήταν στενός φίλος του Μπαλσάν.

Ο Άρθουρ Μπόι Καπέλ την ερωτεύτηκε απόλυτα, πίστεψε στο ταλέντο της και θέλησε να επενδύσει στο όνειρο της. Μέσα από τον έρωτα του Καπέλ για την Κοκό, ο Ετιέν κατάλαβε την μοναδικότητα της Σανέλ κάτι που δεν είχε εκτιμήσει ποτέ πριν.

Με τα χρήματα του Καπέλ, η Σανέλ άνοιξε το πρώτο της κατάστημα στο Ντοβίλ το 1913., ενώ το 1914 άνοιξε το πρώτο της κατάστημα στο Παρίσι και το 1918 ίδρυσε τον οίκο υψηλής ραπτικής «Chanel». Είχε στόχο, όραμα και λάτρευε την δουλειά ! Η μοναδική μέρα που απουσίασε η Σανέλ από την εργασία της ήταν η ημέρα που έφυγε από την ζωή.

Στην αρχή ξεκίνησε πουλώντας καπέλα, αλλά σύντομα δημιούργησε ρούχα που ήταν επαναστατικά για την εποχή. Χωρίς κορσέδες, δίχως βαριά υφάσματα και φρου-φρου . Άνετα, απλά, κομψά. Οι γυναίκες της αριστοκρατίας πραγματικά εντυπωσιάστηκαν και την τίμησαν με την συνεχή παρουσία τους στα καταστήματα και στο ατελιέ της.

Η σχέση της ωστόσο με τον Καπέλ ήταν θυελλώδης. Εκείνος την αγάπησε, αλλά παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα πιο «ταιριαστή» για εκείνον και την οικογένεια του. Παρ’ όλα αυτά, συνέχισαν να συναντιούνται. Όταν ο Καπέλ σκοτώθηκε σε τροχαίο το 1919, η Κοκό κατέρρευσε. Δεν μιλούσε για μέρες.

Είχε πει η Κοκό Σανέλ όταν έφυγε από την ζωή ο Καπέλ «θα πεθάνω και εγώ ή θα τελειώσω αυτό που μαζί αρχίσαμε».

Η καινοτομία

Η Σανέλ είχε καταλάβει ότι οι γυναίκες είχαν κουραστεί από τα στενά κορσέ και τα υπερβολικά στολίδια. Έφερε έναν νέο αέρα στη μόδα, κοστούμια με ανδρικό στυλ, απλά υφάσματα, ίσιες γραμμές και πολλά ακόμα…

Η Κοκό καθιέρωσε το ύφασμα ζέρσεϊ, τα αδιάβροχα,, το απλό μαύρο φόρεμα. το ταγιέρ, την απαλή μαρινιέρας, τα πλεκτά πουλόβερ, το παντελόνι, τα κοντά σε γραμμή καρέ μαλλιά, τις δίχρωμες γόβες, τα εντυπωσιακά ψεύτικα κοσμήματα. το κόκκινο κραγιόν, το πρώτο στενό μαγιό.

«Ό,τι έκανα μετά τον θάνατο του Μπόι, το έκανα για να του αποδείξω ότι είχα δίκιο να πιστεύει σε μένα».

Το τέλος εποχής και η αρχή μια νέας εποχής για τα αρώματα

Τη δεκαετία του ’20 γνώρισε τον Ρώσο Δούκας, Dimitri Pavlovich. Το πάθος τους ήταν αμοιβαίο μα και δημιουργικό γιατί την έφερε σε επαφή  στην Κυανή ακτή όπου παραθέριζαν, με τον αρωματοποιό Ernest Beaux.

Μετά από έναν χρόνο ασταμάτητης δουλειάς και  πειραμάτων, ο Ernest Beaux της παρουσίασε δέκα δείγματα αρωμάτων. Η Κοκό όπως ήταν αναμενόμενο επέλεξε εκείνο με τον αριθμό νούμερο πέντε.

Το 1921, παρουσίασε το Chanel No.5, το άρωμα που άλλαξε την ιστορία. Ήταν το πρώτο άρωμα που δημιούργησε γυναίκα σχεδιάστρια και το πρώτο που έφερε μόνο έναν αριθμό στο όνομα του. Το διάλεξε γιατί, όπως έλεγε…

 «Πάντα κυκλοφορώ την κολεξιόν μου την πέμπτη μέρα του πέμπτου μήνα, οπότε ο αριθμός πέντε μου φέρνει,  μάλλον, τύχη – έτσι, θα το ονομάσω Νο. 5»

Χρόνια αργότερα, η Μέριλιν Μονρόε όταν ρωτήθηκε τι φοράει στο κρεβάτι. Απάντησε..

«Μόνο μερικές σταγόνες Chanel No.5.»

Και κάπως έτσι το άρωμα πέρασε στην αιωνιότητα.

Το Chanel No. 5 ήταν πρωτοπόρο στον τρόπο της δημιουργίας του. Συνδύασε για πρώτη φορά φυσικά και ταυτόχρονα συνθετικά συστατικά. Οι νότες του, είναι ένα μείγμα από ylang-ylang, γιασεμί, και μυρωδιές λουλουδιών, συνδυαστικά με την σύνθεση αλδεϋδών, κάτι που ως τότε οι αρωματοποιοί φοβόντουσαν να δοκιμάσουν. Ήταν και είναι ένα άρωμα με αίσθηση φρεσκάδας μα και πολυτέλειας.

Στις 5 Μαΐου του 1921, το ατελιέ της οδού Καμπόν, είχε πλημμυρίσει από το σαγηνευτικό άρωμα του Chanel no 5.

Όλοι προσκεκλημένοι φεύγοντας πήραν δώρο ένα μπουκάλι. Το άρωμα λατρεύτηκε και αμέσως ξεκίνησε η μαζική παραγωγή του.

Κοκό Σανέλ: Από το ορφανοτροφείο και το καμπαρέ στην κορυφή της μόδας
Φωτογραφία: Unsplash

Το διαφορετικό μπουκάλι

Αλλά δεν ήταν μόνο η σύνθεση και η μυρωδιά που έκανε το Chanel No. 5 να διαφέρει.

Το μπουκάλι του ήταν επίσης διαφορετικό απ´ οτιδήποτε είχε προηγηθεί, η Chanel επέλεξε ένα minimal μπουκάλι σε τεράστια αντίθεση με όσα υπήρχαν ως τότε, τα οποία όλα ήταν εντυπωσιακά και άκρως θηλυκά. Με αυτό τον πρωτοποριακό τρόπο η Κοκό για μια ακόμα φορά έγινε σύμβολο κομψότητας και πολυτέλειας.

Η καπιτονέ τσάντα που έμεινε στην ιστορία

Μια από τις πιο συγκλονιστικές τσάντες όλων των εποχών ήταν και φυσικά είναι η Chanel 2.55

η οποία έφερε την επανάσταση στις πολυτελείς τσάντες όταν κυκλοφόρησε στο εμπόριο το 1955 (και πάλι το νούμερο 5 πρωταγωνιστεί). Η καινοτομία της συγκεκριμένης τσάντας – για την οποία πήρε μάλιστα το Neiman Marcus award – ήταν λόγω της επεξεργασίας του δέρματος και επιπλέον για την πρωτοπόρα ιδέα της αλυσίδας στη γυναικεία ένδυση και αξεσουάρ. Ήταν η πρώτη πολυτελής τσάντα με λουράκι ωμού!

Πόλεμος

Η Κοκό πλέον είναι αναγνωρισμένη, όλες οι γυναίκες θέλουν να ντυθούν με τα δικά της ρούχα, το Χόλυγουντ την διεκδικεί, όμως η ίδια παραμένει ατάραχη και επιστρέφει στο αγαπημένο της Παρίσι όπου μένει ως μόνιμη κατοικία στο ξενοδοχείο “Ρίτζ”.

Στα 55 της απολαμβάνει την απόλυτη επιτυχία, επαγγελματικά έχει κατακτήσει την κορυφή, όλα όσα ονειρευόταν και ακόμα περισσότερα είναι για εκείνη πραγματικότητα και ενώ πλέει σε πελάγη ευτυχίας, ξεσπά ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος…

Η ζωή της Σανέλ ήταν πάντα ιδιαίτερη και μυστηριώδης. Κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, είχε σχέση με έναν Γερμανό αξιωματικό, κάτι που της κόστισε. Μετά τον πόλεμο, έφυγε στην Ελβετία για να αποφύγει το σκάνδαλο.

Αυτή η σχέση παραμένει ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα κεφάλαια της ζωής της. Κάποιοι την κατηγόρησαν ότι ήταν μυστική πράκτορας και κατάσκοπος και ότι συνεργάστηκε με τους Ναζί. Άλλοι λένε ότι όλα αυτά ήταν φήμες και ότι απλώς προστάτευε τον εαυτό της. Η ίδια δεν μίλησε ποτέ ανοιχτά για το θέμα.

Η επιστροφή

Όμως το 1954 επέστρεψε σε ηλικία 71 ετών για να κάνει και πάλι την διαφορά στον κόσμο της μόδας.

Η Σανέλ έκανε κάτι που ελάχιστοι θα τολμούσαν στην ηλικία της – ιδίως εκείνα τα χρόνια – επανήλθε λοιπόν με μια νέα συλλογή. Στη Γαλλία την υποδέχτηκαν με ψυχρότητα, αλλά στην Αμερική τη λάτρεψαν. Το χαρακτηριστικό της tweed σακάκι έγινε το απόλυτο σύμβολο κομψότητας.

«Οι Γάλλοι με έθαψαν. Οι Αμερικανοί με ανέστησαν.»

Ο κόσμος την έχει αναγνωρίσει ως την επιτομή της κομψότητας. Το στιλ της έδωσε νέα πνοή στη βιομηχανία της μόδας, έδωσε ταυτόχρονα θηλυκότητα, άνεση και λειτουργικότητα στις γυναίκες.

Η Κοκό δεν παντρεύτηκε και δεν έκανε παιδιά. Είχε πολλές ερωτικές σχέσεις και εραστές, υπήρχαν άνθρωποι που την αγαπούσαν και άνθρωποι που την μισούσαν. Ήταν έντονη, απόλυτη, και σαγηνευτική.

Μερικές από τις πιο διάσημες φράσεις της είναι…

«Για να είσαι αναντικατάστατη, πρέπει να είσαι διαφορετική.»

«Μια γυναίκα που κόβει τα μαλλιά της, ετοιμάζεται να αλλάξει τη ζωή της.»

«Μια γυναίκα που δεν φοράει άρωμα δεν έχει μέλλον.»

«Η μόδα περνάει, μόνο το στυλ μένει πάντα το ίδιο.»

«Οι γυναίκες σκέφτονται όλα τα χρώματα εκτός από την απουσία χρώματος. Έχω πει ότι το μαύρο τα έχει όλα. Το λευκό επίσης. Η ομορφιά τους είναι απόλυτη. Αποτελούν την τέλεια αρμονία.»

«Δεν καταλαβαίνω πώς μια γυναίκα βγαίνει από το σπίτι της απεριποίητη. Ποτέ δεν ξέρεις πότε θα συναντήσεις το πεπρωμένο σου, και όταν αυτό συμβεί, θα πρέπει να είσαι όσο το δυνατόν πιο ωραία.»

«Αν ντυθείτε άκομψα, θα θυμούνται το ρούχο. Αν ντυθείτε άψογα θα θυμούνται εσάς.»

Το τέλος

Η Σανέλ ήταν ενεργή και δημιουργική μέχρι τα γεράματα της, της ερχόντουσαν ιδέες ακόμα και στον ύπνο της. Πέθανε το 1971, στο Παρίσι, στο ξενοδοχείο Ritz, όπου ζούσε τα τελευταία χρόνια της. Μέχρι την τελευταία μέρα, δούλευε στο ατελιέ της.

Η ιστορία της μοιάζει με μυθιστόρημα, από το ορφανοτροφείο, στο καμπαρέ, στους μεγάλους έρωτες στην καινοτομία στη μόδα μα και στα αρώματα.

Ήταν μια δυναμική, ευφυής, ταλαντούχα γυναίκα που πήρε τη ζωή στα χέρια της και την έραψε ακριβώς όπως η ίδια ήθελε, με απίστευτο θράσος, μα και θάρρος.

Άλλωστε ποιος μπορεί να αμφισβητήσει το εξαιρετικό ταλέντο της; και την επανάσταση που έφερε; Η Κοκό Σανέλ υπήρξε μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του 20ού αιώνα.

Άλλαξε για πάντα τη μόδα και απελευθέρωσε εμάς τις γυναίκες από τους κορσέδες και τα βαριά ρούχα, χαρίζοντας μας άνεση, κομψότητα και μες στην απλότητα των δημιουργιών της, μας δίδαξε στυλ και πολυτέλεια.

«Η πολυτέλεια πρέπει να είναι άνετη, αλλιώς δεν είναι πολυτέλεια.»