30.7 C
Athens
Παρασκευή 20 Ιουνίου 2025

«Μπήκε στο αυτοκίνητό μου και φοβήθηκα για τη ζωή μου» – Μια ιστορία 4 λεπτών μου άλλαξε τον τρόπο που βλέπω τα πράγματα

Ήταν άνοιξη, ένας γλυκός απογευματινός ήλιος έλαμπε στον ουρανό. Μόλις είχα τελειώσει από το κομμωτήριο, ο καιρός ήταν υπέροχος, το Απριλιάτικο απόγευμα ξεδιπλωνόταν γενναιόδωρα μπροστά μου.

Περπατούσα ανέμελη προς το αυτοκίνητό μου. Θα πήγαινα στο σπίτι να πάρω το παιδί –ήταν με τον μπαμπά του– και θα πηγαίναμε στις κούνιες. Η μέρα είχε μεγαλώσει· όλα γύρω μου ήταν τόσο φωτεινά.

Μπήκα στο αυτοκίνητο, άναψα τσιγάρο, άνοιξα τα παράθυρα και, καθώς ετοιμαζόμουν να ξεπαρκάρω, μια γυναίκα προχωρημένης ηλικίας πετάχτηκε μπροστά μου.

«Σταματήστε σας παρακαλώ, σταματήστε», μου είπε. Αμέσως το έκανα.

«Είστε καλά; Τι συμβαίνει;» τη ρώτησα με ενδιαφέρον.

«Κορίτσι μου, πήγα να πάρω το λεωφορείο αλλά δεν το πρόλαβα. Θα χάσω το επισκεπτήριο στον άντρα μου στο γηροκομείο, εδώ πιο κάτω, στο Σιββίλα. Σε παρακαλώ παιδί μου, δεν αντέχω άλλο να περιμένω, έχει και ζέστη… Μπορείς να με πας;»

Καθώς μου μιλούσε, την παρατηρούσα. Έμοιαζε άκακη και είχε την τυπική εμφάνιση ηλικιωμένης των νοτίων προαστίων. Κρατούσε ένα υφασμάτινο καρότσι λαϊκής, που φαινόταν γεμάτο μέχρι πάνω. Δεν ήξερα τι υπήρχε μέσα, αλλά υπέθεσα πως ήταν μοσχομυριστά, σπιτικά φαγητά για τον άντρα της, ήθελε να του προσφέρει λίγη αγάπη και
θαλπωρή.

Δε χρειάστηκε να το σκεφτώ· το «ναι» ήταν μονόδρομος. Αν μπορούσα να βοηθήσω αυτή τη γλυκιά γιαγιά με έναν τόσο απλό τρόπο και να της προσφέρω ανακούφιση και συνάντηση με τον άντρα της, για μένα θα ήταν η μεγαλύτερη χαρά. Θα μπορούσε να είναι η γιαγιά μου, η μητέρα μου – ακόμα κι εγώ, όταν πια γεράσω. Έτσι θα ήθελα να μου φερθούν· έτσι φέρομαι κι εγώ.

«Φυσικά και θα σας πάω. Μπείτε στο αμάξι. Θέλετε βοήθεια; Να βάλω τα πράγματά σας πίσω;» τη ρώτησα.

«Όχι, όχι, τα καταφέρνω παιδί μου. Να σε έχει καλά ο Θεός», μου είπε
και κάθισε δίπλα μου.

Έβαλε το καρότσι στα πόδια της κι εγώ ξεκίνησα. Η απόσταση ήταν πολύ κοντινή – μιλάμε για 3-4 λεπτά με τα φανάρια. Ομολογώ πως ένιωσα ελαφρώς άβολα, που ήμουν με έναν άγνωστο άνθρωπο σε τόσο κλειστό χώρο. Το προσπέρασα. Ανταλλάξαμε ονόματα και ξεκίνησε να μου μιλάει· έλεγε διάφορα μπερδεμένα. Ίσως έφταιγε και η μοναξιά των μεγάλων ανθρώπων, που όταν τελικά συναντούν κάποιον πρόθυμο να ακούσει, τα λένε όλα μονοκοπανιά.

Ωστόσο, καθώς την παρατηρούσα, κατάλαβα πως –παρά την ηλικία της– ήταν δυναμική και γερή. Μου μιλούσε, με ρωτούσε διάφορα… και ξαφνικά με άρπαξε από το μπράτσο

«Θέλω μια χάρη», μου είπε και με κοίταξε έντονα, πλησιάζοντας το πρόσωπό της στο δικό μου. Πάγωσα. Έπαθα πανικό· η καρδιά μου άρχισε να χτυπά γρήγορα.

Πού πήγα και έμπλεξα; σκέφτηκα αμέσως. Είμαι στόχος. Είναι παγίδα.

Σίγουρα είναι παγίδα. Η γιαγιά είναι το δόλωμα. Χιλιάδες σκέψεις σε κλάσματα του δευτερολέπτου, καταιγισμός φόβου.

Προσπάθησα να τραβηχτώ από το σφιχτό κράτημά της, όμως δεν πήρε
το χέρι της.

«Τι θέλετε;» τη ρώτησα με τρεμάμενη φωνή.

«Ξέρεις τι θέλω», μου είπε και με κοίταξε ακόμα πιο έντονα. Έτρεμα κυριολεκτικά.

Θεέ μου, είναι σε αίρεση, σκέφτηκα. Προσπαθεί να με προσηλυτίσει. Ή μήπως, μόλις την αφήσω στο γηροκομείο, θα μου την πέσουν και θα με ληστέψουν, μήπως χρειάζεται χρήματα; Ήμασταν στην παραλιακή, σε λίγο φτάναμε.

Με κομμένη την ανάσα τη ρώτησα:

«Δεν ξέρω τι θέλετε, πείτε μου…».

Και τότε μου απάντησε αυτό που δεν θα φανταζόμουν ποτέ:

«Σε παρακαλώ, πέτα το τσιγάρο. Χίλια συγγνώμη, αλλά είμαι μεγάλος άνθρωπος. Δεν μπορώ να αναπνεύσω».

Σε μια στιγμή, το χρώμα επανήλθε στο πρόσωπό μου, οι χτύποι της καρδιάς μου έγιναν ξανά φυσιολογικοί και ανακούφιση απλώθηκε στο κορμί μου.

«Αυτό ήταν;» Αμέσως πέταξα το τσιγάρο και ξέσπασα σε γέλια. «Μα γιατί δεν μου το λέγατε τόση ώρα;» Η ανακούφιση μου ήταν τεράστια. Η κυρία συνέχισε τη σύντομη κουβέντα μας.

Με ρώτησε αν είχα οικογένεια και της μίλησα για τον άντρα και τον γιο μου. Φτάσαμε μπροστά από το γηροκομείο. Εγώ κοίταξα γύρω μου –εμμένοντας στον προηγούμενο φόβο–, ήθελα να είμαι προετοιμασμένη σε περίπτωση που υπήρχαν κρυμμένοι ληστές στα δέντρα ή πίσω από τα αμάξια. Φυσικά δεν υπήρχε κανείς. Όπως ήταν αναμενόμενο, τίποτα
δεν συνέβη.

Η κυρία κατέβηκε προσεκτικά, κρατώντας το καρότσι στα χέρια της. Με ευχαρίστησε για χιλιοστή φορά και με συμβούλεψε:

«Κορίτσι μου, να κάνεις κι άλλο παιδάκι. Να έχει ο γιος σου αδερφάκι. Άκουσέ με. Είναι καλό να έχεις μεγάλη οικογένεια. Την άλλη εβδομάδα θα επιστρέψει και ο σύζυγός στο σπίτι – για αποκατάσταση μπήκε, έπεσε και χτύπησε. Την Κυριακή θα μαζευτούμε όλοι στο σπίτι να το γιορτάσουμε, παιδιά, εγγόνια… Θα μαγειρέψω».

Μου χαμογέλασε.

Της χαμογέλασα πίσω και τώρα ήμουν εγώ εκείνη που της έσφιξε το χέρι.

«Να είστε πάντα καλά και καλή ανάρρωση στον άντρα σας», της είπα σχεδόν βουρκωμένη.

Τόσα συναισθήματα σε μια τυχαία συνάντηση τεσσάρων λεπτών. Όταν επέστρεψα σπίτι και εξιστόρησα στον άντρα μου τι συνέβη, εκνευρίστηκε.

«Είσαι στα καλά σου; Θα μπορούσες να είχες κινδυνεύσει! Είσαι μάνα!

Πώς μπορείς να βάζεις μια άγνωστη γυναίκα στο αμάξι σου, είναι λάθος, το καταλαβαίνεις;».

«Άκουσα το ένστικτό μου. Δεν έπαθα τίποτα. Φέρθηκα όπως θα ήθελα
να φερθούν στη γιαγιά  μου», του απάντησα.

«Ήθελες να βοηθήσεις το ξέρω, σε ξέρω! Αν ήμασταν πριν είκοσι, τριάντα ή σαράντα χρόνια, θα ήταν το λογικό. Τα πράγματα, όμως, πλέον δεν είναι όπως ήταν κάποτε, δυστυχώς όλα έχουν αλλάξει – και το ξέρεις».

«Είσαι λίγο υπερβολικός», απάντησα..

Το είπα και στις φίλες μου. Όλες όμως αντέδρασαν όπως και ο Θέμης.

«Μαρία, ήταν πολύ ωραία πράξη αλήθεια, αλλά πλέον τα πράγματα είναι δύσκολα. Πρέπει να προσέχουμε όλοι μας. Μην το ξανακάνεις ποτέ αυτό. Είναι ριψοκίνδυνο».

«Ήθελα μόνο να την διευκολύνω», ψέλλισα. «Ήταν μια άκακη γιαγιά…»

Και τότε η φωνή της συνείδησης μου πήρε τον λόγο…

«Ναι, καλά τα λες, αλλά είδες τι έγινε. Θυμάσαι τον τρόμο που βίωσες;

Μαρία, μην το ξανακάνεις. Μην εμπιστεύεσαι».

Και η αλήθεια είναι πως δεν θα το ξανακάνω. Κατάλαβα –ίσως για πρώτη φορά– πόσο απίστευτο κακό μας κάνουν όλα αυτά που βλέπουμε στις τηλεοράσεις και διαβάζουμε στο διαδίκτυο.

Όμως… είναι μια πραγματικότητα, σωστά;

Συμβαίνουν άγρια γεγονότα γύρω μας, τα οποία μας έχουν κάνει επιφυλακτικούς, φοβισμένους, και ως αποτέλεσμα, είμαστε πια απόμακροι και αποστασιοποιημένοι.

Η αρχική μου πρόθεση ήταν απλώς να εξυπηρετήσω, ήταν τόσο εύκολο για μένα, ήταν μόνο τέσσερα λεπτά από τη ζωή μου. Στην πορεία όμως, φοβήθηκα – και αυτό είναι κάτι που δεν θα ήθελα να ξαναζήσω.

Ναι, οπότε μπορούσα θα βοηθούσα και θα πρόσφερα, είναι ευτυχία να μπορείς να δίνεις. Ακόμα και αυτό το λίγο κάποιες φορές μπορεί να είναι
γιγάντιο… Όμως κάτι είχε άλλαξε μέσα μου.

Και κάπως έτσι, εκείνη την ημέρα, έχασα λίγο από την ανθρωπιά μου.

Έφταιγα εγώ; Όχι.

Έφταιγε εκείνη η γυναίκα; Όχι.

Ποιος έφταιγε τελικά; Και ποιος είναι ο χαμένος;

Την απάντηση την ξέρω.

Όλοι είμαστε οι χαμένοι – γιατί όλοι μας έχουμε χάσει λίγη από την ανθρωπιά μας.