29.7 C
Athens
Τετάρτη 18 Ιουνίου 2025

Η «Πριγκιπέσα» και οι… ροζ κοτομπουκιές – Η μέρα που έγινα αντιπαθής στον παιδότοπο

Ήταν ένα ηλιόλουστο Κυριακάτικο πρωινό και ήμασταν καλεσμένοι σε ένα πάρτι σε παιδότοπο στα βόρεια προάστια — πρώτη φορά θα πηγαίναμε στο συγκεκριμένο παιδότοπο.

Ο Ραφαέλλο πετούσε από τη χαρά του, όπως κι εμείς, γιατί οι γονείς του παιδιού που είχε γενέθλια ήταν φίλοι μας. Άρα, win-win. Και παιδικό ξεφάντωμα και πρωινός καφες με καλή παρέα.

Να πω σ’ αυτό το σημείο πως έχω φάει τους παιδότοπους με το κουτάλι. Δεκάδες. Έχω μέτρο σύγκρισης, δεν πετάω κουβέντες στον αέρα. Και συνεχίζω.

Με το που μπήκαμε, μας ρώτησαν αν είμαστε για το πάρτι. Επιβεβαιώσαμε, μας οδήγησαν στον εξωτερικό χώρο. Πολύ ευχάριστος, τραπεζάκια, παιδάκια να πηγαινοέρχονται στα φουσκωτά, γονείς χαλαροί.

Ο παιδότοπος είχε δύο χώρους.

Ο εσωτερικός, ήταν πολύ καλά φτιαγμένος. Μπαλάκια, τσουλήθρες, αναρριχήσεις, και πολλά παιχνίδια ακόμη.

Ο εξωτερικός, πιο basic. Δύο μεγάλα φουσκωτά, αλλά έλειπε μια τσουλήθρα, ξέρεις, το κάτι παραπάνω. Ετσι είναι η ζωή σκέφτηκα. Δεν μπορείς να τα έχεις όλα. Άλλωστε, μέσα, ήταν υπέροχα και σίγουρα θα πέρναγε τέλεια το παιδί.

Ο Ραφαέλλο έδωσε το δωράκι, ευχήθηκε με χαμόγελο και σε χρόνο dt βρέθηκε στα φουσκωτά με τους φίλους του. Εγώ, από την εμπειρία μου, ήξερα τι να περιμένω, σε λίγα δευτερόλεπτα θα τον είχα πάλι δίπλα μου. Και όντως, δύο δευτερόλεπτα μετά…

«Μαμά θέλω να μπω μέσα. Είναι πιο ωραία μέσα! Πάμε!»

Ένευσα. Δεν είχα προλάβει να πιω ούτε μια γουλιά καφέ.

«Κάτσε εσύ αγάπη μου να πιεις τον καφέ σου», είπα στον Θέμη. «Θα έρθω σε λίγο, αν αργήσω, έλα να αλλάξουμε βάρδια».

«Έγινε», μου απάντησε, και σηκώθηκα από την καρέκλα για να συνοδεύσω τον γιο μου που με κοιτούσε όλο ανυπομονησία.

Θα μπορούσα να αφήσω τον Ραφαήλ μόνο του να πάει, άλλωστε το μέρος ήταν ασφαλές, υπήρχαν παντού κοπέλες που προσέχαν τα παιδιά, όμως όπως είπα ήταν η πρώτη μας φορά στον συγκεκριμένο παιδότοπο και δεν ένιωθα την απαιτούμενη για μένα οικειότητα. Ήθελα να είμαι παρούσα. Ναι το ομολογώ, έχω ένα θέμα με τον έλεγχο, όμως μη ξεχνάμε ότι μιλάμε και για τετράχρονα παιδιά.

Η «Πριγκιπέσα» και οι... ροζ κοτομπουκιές - Η μέρα που έγινα αντιπαθής στον παιδότοπο

Μπήκαμε λοιπόν στον εσωτερικό χώρο. Ο Ραφαέλλο πέταξε τα παπούτσια του και έτρεξε απευθείας μέσα, και εγώ βολεύτηκα σ’ ένα άδειο τραπεζάκι, παρακολουθώντας τον να παίζει. Σε λίγο ακολούθησαν και δυο φίλοι του, μαζί με τη μαμά τους, η οποία είναι φίλη μου αγαπημένη.

Και κάπου εκεί ξεκινάει η δυσφορία. Δεν ήξερα τι φταίει. Ένιωθα μια αναστάτωση, κάτι με ενοχλούσε. Συγκεντρώθηκα να καταλάβω. Και τότε το συνειδητοποίησα.

Στις 11 το πρωί, στην καρδιά ενός παιδότοπου, ακουγότανε στη διαπασών ο Βασίλης Καρράς. Συγκεκριμένα

Άλλα θέλω κι άλλα κάνω
πώς να σου το πω
έλεγα περνούν τα χρόνια
θα συμμορφωθώ.
Μα είναι δώρο άδωρο
ν’ αλλάξεις χαρακτήρα
τζάμπα κρατάς λογαριασμό
τζάμπα σωστός με το στανιό

Παρατηρούσα τα παιδιά να κάνουν τσουλήθρα υπό τους ήχους του Καρρά. Σοκ. Εξαιρετικά παράλογη και αταίριαστη εικόνα.

Συμφωνείς;

Ρώτησα τη φίλη μου, «όντως ακούω την Πριγκιπέσα ή είναι στη φαντασία μου;»

«Όντως την ακούς», απάντησε.

Αισθανόμουν μπερδεμένη…

«Μα… δεν γίνεται! Δεν είμαι σε ξενυχτάδικο να πίνω ουίσκι και να έχω ντέρτια. Είμαι σε παιδότοπο. Θέλω χαρούμενες μελωδίες να συνοδεύουν το παιδί μου όσο παίζει».

Κοίταξα γύρω μου, όμως κανείς δεν αντιδρούσε. Οι γονείς ήταν χαλαροί, τα παιδιά ευτυχισμένα.

Αλλά εγώ δεν μπορούσα να το προσπεράσω.

Κάλεσα διακριτικά την κοπέλα που ήταν στο σέρβις.

«Συγγνώμη, μπορώ να σας πω κάτι;»

«Βεβαίως».

«Σας είναι εύκολο να αλλάξετε μουσική;» Δίχως να απαντήσει, φώναξε κάποιον. Εκείνος ο κάποιος ήρθε αμέσως. Ήταν ο ιδιοκτήτης.

«Τι θέλετε;» με ρώτησε, ήταν πολύ σοβαρός.

«Όντως ακούω την Πριγκιπέσα ή το φαντάζομαι;» Είπα με ένα ελαφρύ μειδίαμα.

Μου απάντησε ειρωνικά, «Ναι, την Πριγκιπέσα ακούτε. Δεν το φαντάζεστε». Καμία αίσθηση του χιούμορ. Καμία όμως.

Εντάξει λοιπόν. Θες ειρωνεία; Πάμε.

«Σας παρακαλώ, μπορείτε να αλλάξετε μουσική; Κάτι πιο παιδικό, πιο χαρούμενο, για αλλαγή. Ξέρετε δεν είμαστε σε μπουζούκια, είμαστε σε παιδότοπο».

Με κοίταξε τέρμα εκνευρισμένος. Φαίνεται πως του χάλασα το playlist. Ίσως να είχε και κάποιο συναισθηματικό δέσιμο με την Πριγκιπέσα. Δεν ξέρω.

Δεν με ένοιαζε. Απομακρύνθηκε.

Και λίγο μετά… η μουσική άλλαξε…

«Ο καλύτερος μπαμπάς του κόσμου» αντικατέστησε τον Καρρά.

Εύστοχη αλλαγή, ήταν και η Μέρα του Πατέρα.

Να πω εδώ, για να είμαι δίκαιη ότι το τραγούδι «Πριγκιπέσα» δεν μου φταίει σε τίποτα.

Ομολογουμένως είναι ένα πολύ ωραίο τραγούδι. Αν και εγώ προσωπικά το προτιμώ από τον Μάλαμα. Ωστόσο η εκτέλεση του Καρρά είναι καλή και επιπλέον το έκανε πανελλαδικά γνωστό, άνοιξε τις πόρτες και το έβαλε σε όλα τα σπίτια. Αλλά όχι. Όχι δεν θα έπρεπε ο ήχος του να εισέλθει και σε παιδότοπους. Η πόρτα των παιδότοπων θα έπρεπε να μείνει ερμητικά κλειστή στην Πριγκιπέσα.

Μετά από λίγο, ο Ραφαέλλο ήθελε νερό. Αλλά η τσάντα μου ήταν έξω. Ζήτησα από την κοπέλα λίγο νερό. Μου έφερε ένα μπουκαλάκι, όλα καλά μέχρι εδώ, μέχρι που πέταξε το σχόλιο.

«Κανονικά κάθεστε έξω. Εκεί σερβίρεται το νερό». Ήταν ξεκάθαρο, ψάχνανε ευκαιρία για να μου την πουν.

Την κοίταξα και χαμογέλασα.

«Σας ευχαριστώ πολύ», απάντησα.

Δεν θα το συνεχίσω, δεν έχει νόημα, σκέφτηκα.

Λίγο αργότερα, βγήκαμε έξω. Σερβιρίστηκε το φαγητό. Τα παιδιά κάθισαν στα πολύχρωμα τραπεζάκια. Το φαγητό φαινόταν ποιοτικό.

Στο μεταξύ να τονίσω – γιατί πρέπει να είμαι αντικειμενική – ότι ο ιδιοκτήτης ήταν πολύ εξυπηρετικός και πρόθυμος προς όλους. Έτρεχε παντού, βοηθούσε και έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να πάνε όλα καλά… Αρκεί φυσικά να μην είχες αντίθετα μουσικά γούστα ή του πήγαινες κόντρα όπως έκανα εγώ… Και κάπως έτσι αισθάνθηκα μια εσάνς ενοχής στη συνείδηση μου…

Το παιδικό μενού λοιπόν είχε όλα τα γνωστά, μπαμπάκι, πατατούλες στρογγυλές, πίτσα, τυροπιτάκι, και — φυσικά — κοτομπουκιές.

Οι οποίες έδειχναν αληθινά ωραίες. Σπιτικές.

Αλλά επειδή οι μπουκιές ήταν μεγάλες, τις έκοψα στη μέση.

Και τότε, έτσι στα ξαφνικά, ήρθε το δεύτερο σοκ της ημέρας.

Ροζ. Η κοτομπουκιά μέσα είναι έντονο ροζ.

Η λέξη Σαλμονέλα έκανε πάρτι στο κεφάλι μου.

Οκ με αυτά δεν παίζουμε. Δεν μιλάμε απλά για ένα τραγούδι, το οποίο σαν γεγονός έχει και την πλάκα του, μιλάμε για κάτι πολύ πιο σοβαρό.

Δεν με νοιάζουν εν τέλει ούτε οι προθυμίες, ούτε οι εξυπηρετικοί τύποι. Με νοιάζει το αποτέλεσμα και το συγκεκριμένο αποτέλεσμα το λες και επικίνδυνο.

Φώναξα την υπάλληλο για μια ακόμη φορά.

«Συγγνώμη, αλλά οι κοτομπουκιές είναι ροζ. Θα έπρεπε να είναι άσπρες, σωστά;» Είπα ευγενικά. Λάθη συμβαίνουν. Ας συγκρατηθώ.

Εκείνη όμως αντί για απάντηση, φώναξε τον big boss, νάτος, εμφανίστηκε ξανά λοιπόν ο ιδιοκτήτης και ήταν προφανές ότι ήταν έξαλλος που με έβλεπε για δεύτερη φορά στην διάρκεια μιας ώρας να κάνω παρατήρηση.

«Τι συμβαίνει;», ρώτησε. Επανέλαβα τα ίδια.

«Είναι μια χαρά οι κοτομπουκιές», είπε με θράσος.

«Όχι, δεν είναι», του απάντησα. «Το κοτόπουλο πρέπει να είναι καλοψημένο. Τα παιδιά μπορεί να πάθουν κάτι», είπα αυστηρά.

Και τότε εκείνος είπε με ύφος χιλίων καρδιναλίων.

«Οι κοτομπουκιές είναι τέλειες. Εγώ κορίτσι μου ξέρω. Τα παιδιά που έρχονται εδώ τα βλέπω σαν δικά μου. Προσέχω τα πάντα, κάθε λεπτομέρεια. Και μάλιστα, τις κοτομπουκιές τις βράζω πριν τις τηγανίσω».

Πάγωσα.

Τις βράζει πριν τις τηγανίσει.

Αυτό δεν το περίμενα. Αυτό ήταν επιστημονική φαντασία.

«Τις βράζετε;» τον ρώτησα για να το σιγουρέψω.

«Εννοείται», μου απάντησε.

Ο άνθρωπος ήταν ψεύτης. Ή ψεύτης ή είχε ανακαλύψει νέα μέθοδο μαγειρικής της κοτομπουκιάς.

Τον κοίταξα… «Εντάξει. Μπράβο σας που τις βράζετε και προσέχετε», είπα με παγωμένο χαμόγελο και έκδηλη ειρωνεία – άλλωστε άκρη δεν θα έβγαζα ήταν το μόνο σίγουρο- και συμπλήρωσα κοιτάζοντας τον απευθείας στα μάτια…

«Γιατί ξέρετε, από σαλμονέλα παιδιά δηλητηριάζονται και μπορεί ακόμα και να πεθάνουν, τόσα ακούμε, τόσα γίνονται. Πρέπει να προσέχετε, το οφείλετε».

Δεν είπα τίποτε άλλο. Το μήνυμα είχε φτάσει.

Τον Ραφαέλλο φυσικά δεν τον άφησα να φάει κοτομπουκιές. Και πολύ καλά έκανα. Αλλά πέρασε υπέροχα. Έπαιξε, γέλασε, χάρηκε. Κι εγώ μίλησα με τους φίλους μας, όλα μια χαρά.

Δεν είμαι άνθρωπος που θα χαλάσει τη διάθεση του για τέτοια.

Στον Θέμη του εξιστόρησα τα γεγονότα μόνο όταν φύγαμε. Δεν υπήρχε λόγος να τον φορτώσω.

Η μαμά που οργάνωσε το πάρτι δεν κατάλαβε τίποτα — ούτε της είπα. Δεν ήθελα να την στενοχωρήσω.

Αλλά ναι. Έγινα δυσάρεστη και αντιπαθής στον ιδιοκτήτη.

Και ξέρεις κάτι; Δεν με απασχολεί καθόλου.

Οι ευγένειες έχουν όρια. Όταν μιλάμε για παιδιά, δεν χαριζόμαστε.

Ούτε στη μουσική. Ούτε στο φαγητό. Ούτε στη σαλμονέλα. Ούτε σε τίποτα!

Δεν είναι λίγα αυτά που γίνονται γύρω μας, με παιδιά να φτάνουν στα νοσοκομεία σε κρίσιμη κατάσταση και να κινδυνεύουν ακόμα και με τη ζωή τους. Και δυστυχώς πολλές φορές όλα αυτά ξεκινούν από κάτι τόσο μικρό…

Όπως είναι μια κοτομπουκιά.