Ο χρόνος, λένε, γιατρεύει τις πληγές. Περνάει και σου επιτρέπει να ξεχνάς και να προχωράς. Αυτή είναι η ανθρώπινη φύση. Ευτυχώς η ζωή έχει φροντίσει στον κανόνα να υπάρχουν φωτεινές εξαιρέσεις. Ο ποντιακός ελληνισμός ανήκει σε αυτές. Δεν έχει περάσει μέρα από τότε που άρχισε η δεύτερη και σκληρότερη φάση της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, στις 19 Μαΐου 1919, και οι Πόντιοι να έχουν ξεχάσει τους εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους οι οποίοι άφησαν την τελευταία τους πνοή στα ιερά χώματα της ιστορικής πατρίδας.
Όσο κι αν οι θύτες προσπάθησαν να μην αφήσουν ίχνη, ανθρώπινα και μη, η αλήθεια δεν στάθηκε δυνατό να θαφτεί. Αργά αλλά σταθερά το φως της θάμπωσε κάθε κατασκευασμένο ψέμα και σήμερα 105 χρόνια μετά, η μόνη που δεν την αναγνωρίζει είναι η Τουρκία, ένα κράτος βουτηγμένο στο χριστιανικό αίμα!
Αμφιβολίες δεν υπάρχουν. Φωτισμένοι επιστήμονες σε όλον τον κόσμον έχουν από δεκαετίες τις απαντήσεις. Ξέρουν τι έγινε στις αρχές του 20ού αιώνα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ποιος το σχεδίασε με χειρουργική ακρίβεια, ποιοι βοήθησαν, τι κέρδισαν και πόσο βαθιά φτάνει η αλήθεια.
Η ανθρωπογεωγραφία του Πόντου άλλαξε μέσα σε ελάχιστα χρόνια και ο ελληνικός πολιτισμός δέχθηκε ανηλεή επίθεση με μοναδικό στόχο να εξαφανιστεί. Όσοι κατάφεραν να επιβιώσουν πήραν το δρόμο της προσφυγιάς ακολουθώντας τις λευκές πορείες, από τα παράλια προς την ενδοχώρα της Ανατολίας, είτε υποχρεώθηκαν να εργαστούν στα τάγματα καταναγκαστικής εργασίας όπου χάθηκαν γενιές και γενιές Ποντίων ή έμειναν στον Πόντο κρύβοντας ότι είναι Έλληνες και χριστιανοί. Μέχρι τον Μάρτιο του 1924, 353.000 Έλληνες του Πόντου έχασαν τη ζωή τους και άλλοι τόσοι εκτοπίστηκαν.
Το μαχαίρι διακρίσεις δεν έκανε. Όσο το χριστιανικό αίμα κυλούσε άφθονο στον Πόντο οι αρχιτέκτονες της καταστροφής του ποντιακού ελληνισμού, κέρδιζαν φήμη, αξιώματα, χρήματα και περιουσίες. Ελληνικές περιουσίες που είχαν αποκτηθεί με πολύ κόπο αλλά με συνοπτικές διαδικασίες άλλαξαν χέρια και βρέθηκαν να ανήκουν στους πρόθυμους να εξυπηρετήσουν το οθωμανικό κράτος.
Όσοι επέζησαν και κατάφεραν να φτάσουν ζωντανοί στην Ελλάδα, μετά την Ανταλλαγή, ήταν σε άθλια κατάσταση. Είχαν να παλέψουν με τις οδυνηρές αναμνήσεις και τη σκληρή πραγματικότητα: Μια πατρίδα που τους γύρισε την πλάτη, που άργησε να τους αντιμετωπίσει ως Έλληνες που εκδιώχθηκαν από τα πατρογονικά τους εδάφη και έπρεπε να βοηθηθούν για να επιβιώσουν. Αγνοήθηκαν, λοιδορήθηκαν, μπήκαν στο περιθώριο. Οι νοικοκύρηδες αντιμετωπίστηκαν ως επαίτες και με καχυποψία. «Τι ήρθατε να κάνετε εδώ;», «Να γυρίσετε πίσω τουρκόσποροι!», «Θα μας γεμίσετε ασθένειες!», ήταν μόνο μερικά από τα σχόλια που επί χρόνια άκουγαν.
Αν και άφησαν πίσω ένα ή περισσότερα κομμάτια του εαυτού τους, οι Πόντιοι δεν μπορούσαν να λυγίσουν. Μόνο να τηρήσουν την υποχρέωσή τους προς την παγκόσμια ιστορία: να επιβιώσουν, να κάνουν προκοπή και να διεκδικήσουν τη δικαίωση για όλους όσοι έχουν καταγραφεί ως θύματα της Γενοκτονίας. Η ποντιακή λαλιά, η Ορθοδοξία, η αγάπη για εκείνους που ξαφνικά και βίαια αποχωρίστηκαν, οι χοροί και η μουσική τούς κράτησαν όρθιους.
Όμως το Ποντιακό Ζήτημα παραμένει μια υπόθεση που λίγο συζητείται και πολύ λιγότερο προχωράει προς την επίλυσή του. Το τελευταίο διάστημα, με αφορμή την επαναπροσέγγιση Ελλάδας-Τουρκίας, υπάρχει η αίσθηση πως κάποιος το έσπρωξε κάτω από το χαλί μαζί με το Κυπριακό. Πενήντα χρόνια μετά την εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο, η κατάσταση ίσως είναι πιο μετέωρη παρά ποτέ. Από ευχολόγια και υποσχέσεις δεν ξέρουμε τι να πρωτοδιαλέξουμε. Από ουσιαστικές προτάσεις και ακόμα περισσότερο από σταθερά βήματα προόδου δεν βλέπουμε κάτι στον ορίζοντα. Και οι λίγες επίμονες φωνές οι οποίες αρθρώνουν πολιτικό λόγο καλώντας την κυβέρνηση να υλοποιήσει τις υποσχέσεις που έχει δώσει, ήδη από το 2019, είναι αμφίβολο εάν ακούγονται έως το ελληνικό Κοινοβούλιο.
Η διεθνής αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου δεν αφορά μόνο εκείνους που στις φλέβες τους κυλάει ποντιακό αίμα αλλά όλους τους Έλληνες. Δεν είναι ένα ζήτημα που αφορά μια συγκεκριμένη εθνοτική ομάδα αλλά αποτελεί εθνική υπόθεση. Χρέος των Ελλήνων είναι να ησυχάσουν οι ψυχές εκείνων που δεν πρόλαβαν να ζήσουν. Χρέος δικό μου, χρέος δικό σου.
Πηγή: Pontosnews