Ταινίες: Η επιστροφή του Βιμ Βέντερς στη μυθοπλασία και μάλιστα με ένα δράμα που θυμίζει το εμπνευσμένο βλέμμα του Γερμανού σκηνοθέτη, είναι το αξιοσημείωτο γεγονός της εβδομάδας. Πρόκειται για τις «Υπέροχες Μέρες», που γύρισε ο Βέντερς στην Ιαπωνία, με πρωταγωνιστή τον εκπληκτικό Κότσι Γιακούσο.
Ενδιαφέρον έχει και το περιπετειώδες δράμα επιβίωσης «Ένα Τέλος και Μια Αρχή», με την ανερχόμενη Τζόντι Κόμερ, ενώ προβάλλεται, ανάμεσα στις επτά συνολικά πρεμιέρες της εβδομάδας και το συγκινητικό ελληνικό ντοκιμαντέρ «Η Μητέρα του Σταθμού».
Υπέροχες Μέρες
(“Perfect Days”) Δραματική ταινία, ιαπωνικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Βιμ Βέντερς, με τους Κότσι Γιακούσο, Τόκιο Εμότο, Αόι Γιαμάτα κα.
Η επιστροφή του Βιμ Βέντερς, όχι για μία ακόμη ταινία, αλλά γιατί στο τελευταίο του φιλμ μάς θύμισε κάτι από το ταλέντο και την έμπνευση του πνευματώδη δημιουργού, που άλλες φορές θαυμάσαμε και πολύ περισσότερες εκτιμήσαμε, είναι γεγονός.
Εδώ και πολλά χρόνια, ο μεγάλος Γερμανός σκηνοθέτης με τις ταινίες του απαξίωνε τη βαριά υπογραφή του, έδειχνε αυτοκαταστροφικός. Βεβαίως, υπάρχουν τα εξαιρετικά ντοκιμαντέρ του, αλλά στη μυθοπλασία τα έκανε θάλασσα.
Όμως, και πάλι ένα ντοκιμαντέρ του έδωσε την έμπνευση να κάνει αυτό το – μελαγχολικού κλίματος – αισιόδοξο και αυθεντικά ανθρώπινο δράμα.
Η ιαπωνική κυβέρνηση, αμέσως μετά την πανδημία, προσκάλεσε τον Βέντερς να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ για ένα μεγάλο σχέδιο που αφορούσε τις δημόσιες τουαλέτες του Τόκιο – τουαλέτες έργα τέχνης, για τις οποίες η Ιαπωνία πρέπει να έδωσε περισσότερα χρήματα απ’ ό,τι, παραδείγματος χάριν, οι Άγγλοι για τις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας.
Γυρίζοντας αυτό το ντοκιμαντέρ, που κράτησε δυο εβδομάδες, ο Βέντερς εμπνεύστηκε και έγραψε σε τρεις εβδομάδες το σενάριο της ταινίας, που η Ιαπωνία πρότεινε, μάλιστα, για το Όσκαρ διεθνούς ταινίας.
Το στόρι, που ξεπερνά τα όρια του μινιμαλισμού – πραγματικά το σενάριο δεν πρέπει να είναι πάνω από δέκα σελίδες – θέλει έναν 60άρη μοναχικό και ευγενή άνθρωπο να ζει ευτυχισμένος δουλεύοντας ως καθαριστής στις δημόσιες τουαλέτες. Η καθημερινότητά του σχεδόν φωτοτυπική, περιλαμβάνει τη φροντίδα των φυτών του, τα δέντρα που αγαπά και φωτογραφίζει, ένα πέρασμα από τα λουτρά και ένα λιτό δείπνο σε κάποια καντίνα. Επίσης, αγαπά το διάβασμα λογοτεχνικών βιβλίων και λατρεύει τα αμερικάνικα τραγούδια της αμφισβήτησης, των δεκαετιών 60 και 70, τα οποία ακούει στο κασετόφωνο του αυτοκινήτου ή του σπιτιού του.
Ο Βέντερς, ακολουθώντας μία λιτή και νατουραλιστική αφήγηση, παρακολουθεί με ιδιαίτερη προσήλωση τον ήρωά του και κυρίως το βλέμμα του, που ξεχειλίζει από ευγένεια, καλοσύνη, ανθρωπιά, ενσυναίσθηση. Άλλωστε μέχρι το τελευταίο μέρος της ταινίας δεν λέει ούτε εφτά οχτώ κουβέντες και αυτές είναι οι τυπικές. Τα λέει όλα με το βλέμμα του και τη φροντίδα του σκηνοθέτη, που με τα στιβαρά και γεμάτα πλάνα του, με τις σκόρπιες κουβέντες που λέγονται από τον περίγυρο ή ορισμένα μικρά γεγονότα, δίνει όλα τα στοιχεία και τα μηνύματα της ταινίας του. Την αποθέωση της απλότητας, τη νοσταλγία για τον αναλογικό κόσμο, την παρηγοριά που πηγάζει από το κουράγιο που παίρνει ένας άνθρωπος μόνο και μόνο κοιτώντας τον ουρανό κάθε πρωινό. Και όλα αυτά για έναν άνθρωπο που όπως αποκαλύπτεται ή καλύτερα υπονοείται προς το τέλος, ότι είναι γόνος πλούσιας οικογένειας, που την εγκατέλειψε για να ζήσει μέσα στην ταπεινότητα, προσφέροντας ίσως το μεγαλύτερο καλό σε αυτή το σύγχρονο κόσμο: καθαρίζοντας τις ακαθαρσίες του. Ή μήπως αυτός είναι και ο ρόλος της τέχνης σήμερα πέρα από τη θεραπεία που προσφέρει στον σύγχρονο και αρρωστημένο άνθρωπο, κατά τον Βέντερς;
Αυτό θα το κρίνει ο καθένας, αφού δει και το ωραιότατο και γεμάτο αισιοδοξία, φινάλε.
Η ταινία, που βεβαίως ορισμένες φορές δείχνει να επαναλαμβάνεται με την κυκλική καθημερινότητα του ήρωα ή να απλώνει αρκετά με το νωχελικό μοντάζ, είναι και ένας φόρος τιμής προς τον φημισμένο Ιάπωνα σκηνοθέτη Γιασουτζίρο Όζου, του δημιουργού του αριστουργηματικού «Tokyo Story», του υμνητή της ταπεινότητας και της ανθρωπιάς.
Όμως, οι «Υπέροχες Μέρες» δεν θα είχαν την ίδια αξία, αν δεν είχαν για πρωταγωνιστή τον βετεράνο, υπέροχο ηθοποιό Κότσι Γιακούσο, που αναδύει, μέσα από το μαγνητικό βλέμμα του, ανθρωπιά και ευγνωμοσύνη για κάθε μέρα που ζει.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο Χιραγιάμα μοιάζει να είναι απόλυτα ευχαριστημένος με την εργασία του, καθαρίζοντας τουαλέτες στο Τόκυο. Εκτός αυτής της καθημερινής του ρουτίνας, απολαμβάνει το πάθος του για τη μουσική και τα βιβλία. Αγαπάει επίσης τα δέντρα, και αρέσκεται να τα φωτογραφίζει. Το παρελθόν του όμως, δεν είναι τόσο απλό όσο και το παρόν του, και μια σειρά από απροσδόκητες συναντήσεις θα έρθει να το αποκαλύψει.
Ένα Τέλος και μια Αρχή
(“The End We Start From”) Δραματική περιπέτεια, βρετανικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Μαχάλια Μπέλο, με τους Τζόντι Κόμερ, Τζόελ Φράι, Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, Κάθριν Γουότερστον, Μαρκ Στρονγκ κα.
Περισσότερο ένα στοχαστικό δράμα επιβίωσης, επικεντρωμένο σε μία μητέρα που θέλει σώσει το νεογέννητο μωρό της, από μία εκτεταμένη καταιγίδα, αλά «Ντάνιελ», παρά μία περιπέτεια – οικολογικής – καταστροφής. Ταυτόχρονα, ένα ψυχογράφημα μίας θαρραλέας γυναίκας, που στηρίζεται στην ερμηνεία της γοητευτικότατης και εντυπωσιακά ανερχόμενης Τζόντι Κόμερ.
Μία ταινία αγχωτική, που βάζει στο επίκεντρό της τη θέληση μιας μητέρας να σώσει το παιδί της σε έναν κόσμο που ο καθένας κοιτάζει την πάρτη του, αλλά και ένα σχόλιο για τους επίκαιρους κινδύνους που αντιμετωπίζουμε από τις ανθρώπινες παρεμβάσεις στη φύση.
Μια μητέρα, γεννά το νεογέννητο μωρό της, σε ένα Λονδίνο που έχει αρχίσει να πλημμυρίζει επικίνδυνα από μία πρωτοφανή καταιγίδα. Μαζί με τον σύζυγό της φεύγουν προς τα βόρεια για να βρουν την ασφάλεια, στο σπίτι των γονιών τού άνδρα της. Όμως, οι δυσκολίες δεν σταματούν εκεί.
Η πρωτοεμφανιζόμενη, με μεγάλου μήκους ταινία, Μαχάλια Μπέλο σκηνοθετεί, αφήνοντας κατά μέρος τους εντυπωσιασμούς των ταινιών καταστροφής και αποφεύγει τις σκηνές χάους ή τα ανοιχτά πλάνα με τη μανία της φύσης, εστιάζοντας περισσότερο στους ανθρώπους που προσπαθούν να επιβιώσουν, στην αγωνία τους μπροστά στον όλεθρο.
Μία ενδιαφέρουσα προσέγγιση, για τις τραυματικές καταστάσεις και την απόγνωση, τις προτεραιότητες που βάζει μια μητέρα, την απάνθρωπη πολλές φορές συμπεριφορά των ανθρώπων, μπροστά στον πανικό, όταν η αλληλεγγύη αντικαθίσταται από τον εγωισμό. Ωστόσο, απ’ την ταινία της Μπέλο λείπει η ένταση, υπάρχουν σκηνές που η ιστορία της «κρεμάει», ενώ μάλλον ορισμένες φορές μπερδεύει την τάξη και τον νόμο με την ανθρωπιά.
Παρά ταύτα, είναι μία ταινία που βλέπεται με προσήλωση και αυτό οφείλεται κυρίως στην Τζόντι Κόμερ, η οποία βρίσκεται σχεδόν σε όλα τα πλάνα της ταινίας και έχοντας το πεδίο ελεύθερο, μπορεί να αναδείξει τη δραματικότητα και το σασπένς της ταινίας. Ικανοποιητικοί και οι υπόλοιποι ηθοποιοί, με την Κάθριν Γουότερστον να ξεχωρίζει ως ακόμη μία μοναχική μητέρα που θέλει να σώσει το παιδί της.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Μετά από μια οικολογική κρίση, μια νεαρή μητέρα και το μωρό της εγκαταλείπουν το πλημμυρισμένο Λονδίνο για να κατευθυνθούν προς το Βορρά αναζητώντας μία ασφαλή εστία.
Εμπόλεμη Ζώνη
(“Land of Bad”) Πολεμική περιπέτεια, αμερικάνικης παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Γουίλιαμ Γιούμπανκ, με τους Λίαμ Χέμσγουορθ, Μάιλο Βεντιμίλια, Ράσελ Κρόου, Λουκ Χέμσγουορθ, Ρίκι Γουίτλ κα.
Οι τελευταίες επιλογές του Ράσελ Κρόου, ως γνωστόν, είναι αξιοθρήνητες και πολύ κατώτερες ενός ηθοποιού που είχε φτιάξει το όνομά του με ερμηνείες σε ταινίες όπως «The Insider», «Ένας Υπέροχος Άνθρωπος», «American Gangster» ή ακόμη και ως «Μονομάχος». Συνεχίζοντας, λοιπόν, αυτόν τον κατήφορο, θα πρωταγωνιστήσει και σε αυτό το μιλιταριστικό πολεμικό θρίλερ, γεμίζοντας απλώς την οθόνη με τον τεράστιο όγκο του και λέγοντας ατάκες όπως «είμαι τα μάτια σας στον αέρα και αυτός που θα φέρει την καταστροφή» και «προτεραιότητά μας είναι η προστασία των αντρών και γυναικών που υπηρετούν αυτή τη χώρα» και άλλες γλαφυρές κορώνες. Γιατί, όπως θέλουν οι ανελέητοι σεναριογράφοι, είναι ένας έμπειρος σμηναγός και χειριστής drone της αμερικάνικης πολεμικής αεροπορίας, που θα κληθεί να δώσει τα φώτα του σε μία ομάδα της Delta Force που η αποστολή της σε εχθρικό έδαφος πήγε στραβά.
Μία ταινία που παίζει με τον εντυπωσιασμό, το χάος και τις εκρήξεις, τις πτώσεις με αλεξίπτωτα, μάχες σώμα με σώμα, γυρισμένη, κατά κύριο λόγο με την ευκολία των λήψεων drone, στην Αυστραλία, λόγω των κινήτρων που δίνει η τοπική κυβέρνηση (πεταμένα χρήματα) αντικαθιστώντας τις Φιλιππίνες, όπου διαδραματίζεται το στόρι, το οποίο βασίζεται σε γεγονότα που υποτίθεται σημειώθηκαν στο Αφγανιστάν. Χάρτινοι χαρακτήρες, υπερβολές, γραφικοί «κακοί» – ανίκανοι να πετύχουν άγαλμα σε δέκα μέτρα, θρασύδειλοι, απαίσιοι, ηλίθιοι, βάρβαροι και φανατισμένοι- και ερμηνείες κάτω του μετρίου, αν και ορισμένες φορές ο Κρόου ματαίως έβγαζε ορισμένα ψήγματα από το ταλέντο του.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ένας αρχάριος ελεγκτής μάχης της Πολεμικής Αεροπορίας και ένας έμπειρος πιλότος drone υποστηρίζουν μια ομάδα της Delta Force καθώς προσπαθούν να μετατρέψουν μια αποστολή που πήγε στραβά, σε επιχείρηση διάσωσης.
Το Χέρι της Θείας Δίκης
(“Red Right Hand”) Περιπέτεια, αμερικάνικης παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Έσομ Νελς και Ίαν Νελς, με τους Ορλάντο Μπλουμ, Άντι ΜακΝτάουελ, Τζέιμς Λάφερτι, Γκάρετ Ντίλαχαντ κα.
Και μόνο ο τίτλος αρκεί για να καταλάβει κάποιος τι πρέπει να περιμένει από την ταινία των αδερφών Νελς, που ειδικεύονται στη βίαιη περιπέτεια. Αν σε αυτό προσθέσουμε ότι την – όποια – επιτυχία της στην Αμερική η ταινία τη γνώρισε κυρίως μέσω του διαδικτύου τότε καταλαβαίνουμε και το επίπεδο αυτής της ανεξάρτητης παραγωγής.
Μια ταινία που αφορά και απευθύνεται στη βαθιά Αμερική, που περιφρονούν τα κέντρα αποφάσεων στις ΗΠΑ, οι περίφημες μητροπόλεις και έχουν φέρει, απ’ ό,τι φαίνεται, τα πράγματα στα άκρα. Αυτά όμως είναι δικά τους προβλήματα.
Και μόνο το μότο της ταινίας «για τον Θεό, την οικογένεια και την επιβίωση», είναι αρκετό για να καταλάβουμε ότι πρόκειται για μία εξέλιξη – όχι και τόσο ενθαρρυντική – των ταινιών εκδίκησης του Τσαρλς Μπρόνσον της δεκαετίας του ’80. Εντάξει, κάποιος θα μπορούσε να πει ότι πρόκειται και για μια παραλλαγή των ταινιών που γυρίζουν εσχάτως οι Λίαμ Νίσον και Τζέισον Στέιθαμ.
Το προχειρογραμμένο σενάριο θέλει τον Κας να προσπαθεί να ζήσει τίμια μία ήσυχη ζωή φροντίζοντας την ορφανή ανιψιά του κάπου στα Απαλάχια όρη, αλλά όλα θα αλλάξουν όταν η σαδίστρια αρχηγός του υποκόσμου Μπιγκ Κατ τον αναγκάζει να επιστρέψει στη δούλεψή της, απειλώντας τους ανθρώπους που αγαπά. Και μετά ξεκινά το ξεκαθάρισμα των λογαριασμών…
Ακόμη, μία περιπέτεια, δίχως ιδιαίτερο περιεχόμενο, που τσαλαβουτά μέσα στο αίμα, με μονοδιάστατους χαρακτήρες και με πρόφαση την επιβίωση της αθώας οικογένειας, θα στήσει έναν χορό εκδίκησης και αμέτρητων φονικών με τα γνωστά κλισέ του είδους.
Αν έχει κάποιο ενδιαφέρον το φιλμ, αυτό έγκειται στην παρουσία του Ορλάντο Μπλουμ, στον πρωταγωνιστικό ρόλο – του ανθρώπου που θέλει να ξεφύγει από τον βούρκο και μεταμορφώνεται σε έναν ανελέητο εκδικητή, αλλά και στον κόντρα ρόλο της Άντι ΜακΝτάουελ, η οποία υποδύεται τη σατανική αρχηγό του υποκόσμου.
Αλήθεια, πόσα όπλα, μιλάμε για βαρύ οπλισμό, έχουν στην κατοχή τους οι «αθώες» οικογένειες στις ΗΠΑ;
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο Κας προσπαθεί να κάνει μια τίμια και ήσυχη ζωή φροντίζοντας την ορφανή ανιψιά του, Σαβάνα, σε μια κομητεία στα Απαλάχια όρη. Όταν η σαδίστρια αρχηγός του υποκόσμου Μπιγκ Κατ τον αναγκάζει να επιστρέψει στην υπηρεσία της, ο Κας ανακαλύπτει ότι είναι ικανός για τα πάντα -ακόμα και τον φόνο- για να προστατεύσει την πόλη του και τη μόνη οικογένεια που του έχει απομείνει.
Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:
Εκεί που το Κακό Παραμονεύει
(“When Evil Lurks”) Υπερφυσικός και ιδιαιτέρως ανατριχιαστικός τρόμος από την Αργεντινή, που άφησε καλές εντυπώσεις στο Διεθνές Φεστιβάλ του Τορόντο.
Μία ταινία, που μπορεί να έχει τις αδυναμίες της, αλλά ξεφεύγει από τη συνηθισμένη μιζέρια του είδους, έχει κάτι να πει, εκτός από το να τρομάξει και μία αξιοπρόσεκτη σκηνοθεσία από τον Νταμιάν Ρούγκνα, ο οποίος έχει προϋπηρεσία στο horror.
Όταν τα αδέλφια Πέδρο και Τζίμι ανακαλύπτουν ότι μια δαιμονική οντότητα έχει στοιχειώσει ένα κοντινό αγροτόσπιτο, δηλητηριάζοντας ταυτόχρονα τα ζώα της περιοχής, αποφασίζουν να την εκδιώξουν από τη γη τους. Όμως οι προσπάθειές τους θα προκαλέσουν μεγαλύτερο κακό, πυροδοτώντας μίας επιδημία δαιμονισμένων και ζητούν τη βοήθεια ενός βετεράνου εξορκιστή, παρότι συνειδητοποιούν ότι κανένας δεν είναι ασφαλής και αθώος. Η ταινία κρύβει εκπλήξεις, κλιμακώνει την αγωνία και έχει κάποιο περιεχόμενο, αν και προς το τέλος τα μπερδεύει, ενώ διαθέτει και ικανοποιητικές ερμηνείες από τους Εζεκιήλ Ροντρίγκεζ, Ντεμιάν Σολομόν, Λουίς Ζιεμπρόβσκι κα.
Η Μητέρα του Σταθμού
Ελληνικό ντοκιμαντέρ της Κωστούλας Τωμαδάκη, που έχει κάνει τεράστια διαδρομή – και έχει βραβευτεί – σε πολλά φεστιβάλ σε όλο τον κόσμο και κάνει απόψε πρεμιέρα στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος. Ένα συγκινητικό και αποκαλυπτικό φιλμ για τις «αόρατες» γυναίκες που, με τρένα και καράβια και εισιτήριο χωρίς επιστροφή, πήραν το δρόμο της ξενιτιάς, για εργάτριες στη Γερμανία. Στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, της φτώχειας, της ανεργίας, του φόβου και των αδιεξόδων, χιλιάδες γυναίκες, από τα χωριά της Βόρειας Ελλάδας, αφήνοντας πίσω τους οικογένειες και παιδιά, πήραν το δρόμο της μετανάστευσης για τις γερμανικές φάμπρικες. Ένα ντοκιμαντέρ, με πλούσιο υλικό από την εποχή εκείνη, ακολουθώντας από απόσταση αναπνοής τις άγνωστες ηρωίδες, που δίνει άγνωστες πληροφορίες μέχρι σήμερα και αποτυπώνει τις δύσκολες εποχές της Ελλάδας του ’50 και ’60. Ένας φόρος τιμής στις «γκασταρμπάιτερ» που πάλεψαν για να προσφέρουν μία ευκαιρία στα παιδιά τους.
Η Κυρία με το Σκυλάκι
(“The Lady with the Dog”) Η περίφημη νουβέλα του Τσέχοφ, γυρισμένη υποδειγματικά από τον Λευκορώσο σκηνοθέτη Γιοσίφ Κέιφιτς το 1960. Ρομαντικό δράμα εποχής, για έναν ανεκπλήρωτο παράνομο έρωτα, που καταφέρνει να μπει σφήνα στον σοβιετικό ρεαλισμό. Μία αριστοκράτισσα από την επαρχία, συναντά στη Γιάλτα στα τέλη του 19ου αιώνα έναν Μοσχοβίτη φιλόλογο και ανάμεσά τους αναπτύσσεται μια ερωτική παράνομη σχέση, καθώς και οι δύο είναι παντρεμένοι, σε δυο αποτυχημένους γάμους. Παρόλο που θα τολμήσουν να κρατήσουν ζωντανό τον έρωτά τους, μετά την επιστροφή τους στον έγγαμο βίο, η σχέση τους μοιάζει αδιέξοδη και καταδικασμένη να τερματιστεί. Στο ντεμπούτο της, η Ίγια Σαβίνα στο ρόλο της «Κυρίας με το Σκυλάκι» θα γοητεύσει και θα ανοίξει το δρόμο για μία μεγάλη καριέρα, ενώ ο καταξιωμένος Αλεξέι Μπατάλοφ («Όταν Περνούν οι Γερανοί») παραδίδει ακόμη μία συναρπαστική ερμηνεία.