Recently updated on March 8th, 2022 at 02:24 pm
Ο Κοινωνικός Ψυχολόγος και Ψυχοθεραπευτής, Γιώργος Καραδάκης γραφεί για εκείνους σκότωσαν την Ειρήνη…
Έστω για λίγο, σήκωσε το βλέμμα από το κινητό σου και άκου. Χθες βράδυ, όλο μου το κρέας πόναγε, σαν τσούξιμο από τα μέσα προς τα έξω. Ότι μου θυμίζει ότι λαμβάνω θέση στο ανθρώπινο είδος, εδώ και καιρό, το νιώθω σε αποσύνθεση. Πόνοι, διάσπαρτοι, μώλωπες παντού πάνω μου, γδαρσίματα και σπασίματα, με ταλαιπωρούν από καιρό εις καιρό, χρόνια τώρα. Ξεκινάει με αδυναμία, ζαλάδες, κομμάρες και λήθαργο. Μαζί με αυτά και με πόνους φρυχτούς κοιμήθηκα και εχθές το βράδυ.
Το ξημέρωμα μου ίδιο, όπως πάντα, ξύπνησα σήμερα εδώ. Στην αρχή δεν καταλάβαινα που είμαι, άγνωστο μέρος για μένα, αλλά μετά θυμήθηκα πως μάλλον έχω ξανά έρθει εδώ. Τα πρωτότυπα δεν έχουν τελειωμό, όπως κάθε φορά, όταν θα κοιμηθώ με πόνους, έτσι και σήμερα ξημερώθηκα. Ξύπνησα και ήταν ένα πτώμα δίπλα μου.
Αναρωτιέμαι, εάν με ακούς άραγε ή κάπου αλλού ανακουφίζεις την προσοχή σου πάλι; Από την μυρωδιά κατάλαβα το πτώμα.
Αναρωτιέμαι, εάν με ακούς άραγε ή κάπου αλλού ανακουφίζεις την προσοχή σου πάλι; Από την μυρωδιά κατάλαβα το πτώμα. Ήταν μια γυναίκα, κάπου στα πενήντα πέντε. Γεμάτο πληγές το πρόσωπο και το σώμα της, με το ένα μάτι κλειστό και μπλαβιασμένο και το άλλο παγωμένο να κοιτάζει στο κενό. Μόλις με είδε, στο κενό της μάτι, μου χαμογέλασε, σαν να με περίμενε να με δει. Μου ψέλλισε πως δεν περίμενε ποτέ στα αλήθεια τελικά να συμβεί.
Πολύ κυνικά και ταλαιπωρημένη καθώς ήμουν, της απάντησα ένα ξερό «Κακώς». Με τρεμάμενη φωνή και σε απελπισία, αν και νεκρή πλέον, μου βούτηξε το χέρι και μου είπε «Άσε με να σου πω». Μου είπε, σκίζοντας κομμάτια γυαλιών και ξύλων, πάνω από το νεκρό της κορμί. πως το ένα ήταν η πόρτα του σαλονιού της, το άλλο από την μπαλκονόπορτα και πάει λέγοντας. «Ακόμη και το πάτωμα έχει σκιστεί εντελώς» μου είπε και ξέσπασε σε κλάματα.
Με πόναγε η ψυχή μου που την έβλεπα και την άκουγα, όμως ήταν πέρα από τις δυνάμεις μου να της σταθώ. Μέσα στο βουητό από τα κλάματα της αποκοιμήθηκα, σαν να με τράβαγε μαζί της στο κενό που κοίταζε. Όταν ξύπνησα, γύρισα να την δω, έτριψα τα μάτια μου και είδα ένα πτώμα δίπλα μου. Καρφωμένη στον ίδιο μέρος ακόμη, αυτή την φορά όμως ήταν το πτώμα ενός άντρα δίπλα μου.
Ήταν σε σοκ, κοιτούσε γύρω του χωρίς να καταλαβαίνει το συμβαίνει. Με ρώτησε αν ξέρω τι απέγιναν τα ζώα του, όλο του το βιός είπε πως καταστράφηκε
Ένας ηλικιωμένος, πάνω από ογδόντα χρόνων, γαλανομάτης και αυτός, όμως εξωτερικά τουλάχιστον, άθικτος. Μόνο τα μάγουλα του που έγλυφαν το κρανίο του και τα στραβά δάχτυλα των ποδιών και των χεριών του, μαρτυρούσαν κακουχία, αλλά αυτά ήταν πληγές του χρόνου. Ήταν σε σοκ, κοιτούσε γύρω του χωρίς να καταλαβαίνει το συμβαίνει. Με ρώτησε αν ξέρω τι απέγιναν τα ζώα του, όλο του το βιός είπε πως καταστράφηκε. «Γιατί πάλι; Γιατί πάλι;» μονολογούσε ξανά και ξανά, πιάνοντας την σταματημένη από το σοκ καρδιά του. Τότε θυμήθηκα πως αυτό τον ξέρω, «Γιατί» αναρωτιόταν και νεότερος που τον γνώρισα.
Αναρωτιέμαι, τι δουλειά έχω εγώ εδώ; Ως τελευταία σου ελπίδα πάντα θα με θυμάσαι; Εδώ τι με κουβάλησες; Κατάλαβα πως δεν έχω θέση εγώ εδώ, πως έπρεπε να φύγω. Πέρασα από όμορφα ποτάμια, που ακόμη κυλούσαν, όλο ζωή. Πέρασα από κατακίτρινα απέραντα λιβάδια, με στάχια δύο φορές το μπόι σου. Πέρασα άλλοτε πολύχρωμα χωριά, σκορπισμένα τώρα στον άνεμο των πράξεων σου.
Πέρασα και στάθηκα στο ηλιοβασίλεμα μιας λίμνης και σκέφτηκα πως όπου και αν πέρασα, για ακόμη μια φορά βρώμαγε θάνατο, καμένη σάρκα και κάρβουνο, εξ αιτίας σου κτήνος. Με πήρε η νύχτα και έγειρα να κοιμηθώ, δίπλα στην λίμνη, στην ησυχία της ξεκούρασα τους τρομακτικούς μου πόνους, που σαν σφαίρες με διαπερνούσαν. Εκεί στην γαλήνη της φύσης, δεν σου κρύβω πως δάκρυσα για σένα και ύστερα αποκοιμήθηκα.
Ουρλιαχτά και αναταραχή και ένας ήχος απόκοσμος μου έσκισε τα αυτιά, σαν ουρλιαχτό λύκου, επαναλαμβανόμενο. Άνοιξα τα μάτια μου και γύρω μου γυναίκες και παιδιά έτρεχαν πανικόβλητοι. Μέσα στο πλήθος παρασύρθηκα και εγώ, χωρίς καν να προσέξω πως όλη μου η ύπαρξη είχε γεμίσει πληγές, με πύον και αίμα μια μάζα, να τρέχει μαύρος ζωμός πίσσα, από παντού πάνω μου.
Δεν ήξερα που βρίσκομαι και γιατί βρίσκομαι εκεί. Μέσα σε κλάματα, λαχανιάσματα, μυρωδιές από ιδρώτα και μωρουδιακά, γίναμε όλοι ένα
Δεν ήξερα που βρίσκομαι και γιατί βρίσκομαι εκεί. Μέσα σε κλάματα, λαχανιάσματα, μυρωδιές από ιδρώτα και μωρουδιακά, γίναμε όλοι ένα, σαν τα μυρμήγκια που τα τρομάζει το βήμα σου. Απόγνωση, απανθρωπιά, απουσία και όλα τα στερητικά άλφα, με σάρκα ταλαιπωρημένη και οστά σκουριασμένα, εκεί μπροστά σου. «Δεν θέλω να πεθάνω» άκουγα από μακριά μου ένα παιδί να κλαίει.
Είναι το κοριτσάκι που έχω τώρα που σου μιλάω στην αγκαλιά μου. Φοράει ένα γκρι σκουφάκι και ένα μπλε σκούρο μπουφάν. Είναι λευκό και ξανθό, στο κάνει αυτό συμπαθές στα μάτια σου; Δεν είναι μαύρο, δεν είναι ταλαιπωρημένο, φτωχό, άπλυτο, αδυνατισμένο, έλα! Έλα σώσε το, μη φοβάσαι! Είναι και Χριστιανή, όχι μουσουλμάνα ή ότι άλλο.
Η μητέρα της είναι δασκάλα και ο πατέρας της υπάλληλος. Είναι από πρώτης τάξεως οικογένεια, με κινηματογραφικά φωτογενές κλαμένο μουτράκι. Τι φοβάσαι χαζούλη; Σώσε το! Αξίζει τον κόπο. Αξίζει να ασχοληθείς. Θες να ξυπνήσεις και εσύ αύριο με αυτό το πτώμα δίπλα σου; Δεν θέλεις, αυτό το δυνητικά νεκρό κορμί σε αφορά.
Βούλωσε το έστω για λίγο και άκου, ανθρωπάριο. Το όνομα μου είναι Ειρήνη και με κούρασες φριχτά. Με σκότωσες φρικτά και αδίστακτα. Το ξέρω, γίνομαι κυνική, υπερβολική ίσως και κακιά θα πεις. Παίζω με το θυμικό σου, όπως παίζεις και εσύ μαζί μου. Στον βωμό των συμφερόντων σου, σκοτώνεις κάθε παλιό Θεό. Γίνεσαι εσύ ένας Θεός, αμείλικτος, που με τους μαύρους αγγέλους σου που εξαπολύεις εναντίων μου, ζητάς την θέση σου στο κόσμο.
Ζητάς! Πάντα ζητάς, χωρίς τελειωμό, χωρίς οίκτο, για κανέναν και για τίποτα
Ζητάς! Πάντα ζητάς, χωρίς τελειωμό, χωρίς οίκτο, για κανέναν και για τίποτα. Μέσα και έξω από το σπίτι σου, ότι θες, πρέπει πάντα να το έχεις. Με βασανίζεις και με πονάς, δεν διστάζεις να λες πως για χατίρι μου τα κάνεις όλα. Με αποζητάς με λατρεία, την ίδια ώρα που οι δικοί σου με σφαγιάζουν και φτύνουν στον τάφο μου. Σε όσα κομμάτια όμως και αν τεμαχίζεις τις σάρκες μου, όσο πιο πολύ με ξεφτιλίζεις, τόσο πιο πολύ θα πέφτεις στην ανάγκη μου. Χάσε με, να με ζητήσεις, αυτή είναι η εκδίκηση μου. Αλλά για πες μου ανθρωπάριο, με πόσα πτώματα δίπλα σου αντέχεις να σε βρίσκει κάθε ξημέρωμα;
Ποιος είναι ο Γιώργος Καραδάκης
Ο Γεώργιος Παναγιώτης Καραδάκης (Msc) Κοινωνικός Ψυχολόγος και Ψυχοθεραπευτής, γεννήθηκε στην Αθήνα όπου μεγάλωσε και μαθήτευσε. Έπειτα πήγε στο Λονδίνο για σπουδές και παρέμεινε εκεί για μεταπτυχιακές σπουδές και εξειδικεύτηκε στην Κοινωνική Ψυχολογία, την Ψυχανάλυση, την Κλινική και Συνθετική Ψυχοθεραπεία.
Έχει εργαστεί ως ψυχολόγος σε κλινικές, σχολεία, δήμους, συλλόγους και οργανώσεις της Ελλάδας και του Ηνωμένου Βασιλείου. Συνεργάζεται επιστημονικά με το Brunel University of London, όπως και το University of Newcastle της Αυστραλίας.
Έχει συμμετάσχει σε πολλές κοινωνικές οργανώσεις, όπως και έχει στηρίξει γονείς και παιδιά με ειδικά αναπτυξιακά προβλήματα, αλλά και σε οικονομική ένδυα. Ζει στην Αθήνα, από το 2016 και εργάζεται ως ψυχοθεραπευτής και σύμβουλος ψυχικής υγείας παιδιών και ενηλίκων.