Τα συστήματα υποστήριξης της ζωής στη Γη έχουν υποστεί τέτοια ζημιά που ο πλανήτης έχει ξεπεράσει τα όρια ασφαλείας για τον άνθρωπο, προειδοποιούν οι επιστήμονες. Σύμφωνα με μια νέα ανάλυση, ο πλανήτης μας έχει ξεπεράσει τα έξι από τα συνολικά εννέα «πλανητικά όρια»– ασφαλή όρια βιωσιμότητας των πόρων του περιβάλλοντος- εξαιτίας των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Αυτό σημαίνει ότι τα οικοσυστήματα απέχουν πλέον πολύ από την ασφαλή και σταθερή κατάσταση που υπήρχε από το τέλος της τελευταίας εποχής των παγετώνων, πριν από 10.000 χρόνια, έως την έναρξη της βιομηχανικής επανάστασης.
Από τα τρία όρια που εξακολουθούν να βρίσκονται εντός ασφαλούς ζώνης, δύο από αυτά – η οξίνιση των ωκεανών και η ποσότητα των αερολυμάτων στην ατμόσφαιρα – επίσης κινδυνεύουν να ξεπεραστούν. Το μοναδικό όριο που δεν απειλείται είναι το ατμοσφαιρικό όζον, αφού η δράση για τη σταδιακή κατάργηση των καταστροφικών χημικών ουσιών τις τελευταίες δεκαετίες οδήγησε στη συρρίκνωση της τρύπας του όζοντος.
Οι επιστήμονες δήλωσαν ότι το πιο ανησυχητικό εύρημα ήταν ότι και τα τέσσερα βιολογικά όρια, τα οποία περιλαμβάνουν τον έμβιο κόσμο, βρίσκονταν στο υψηλότερο επίπεδο κινδύνου ή κοντά σε αυτό. Ο έμβιος κόσμος είναι ιδιαίτερα ζωτικής σημασίας για τη Γη, καθώς παρέχει ανθεκτικότητα αντισταθμίζοντας ορισμένες φυσικές αλλαγές, όπως για παράδειγμα τα δέντρα που απορροφούν το διοξείδιο του άνθρακα από την ατμόσφαιρα.
Τα πλανητικά όρια δεν είναι μη αναστρέψιμα σημεία καμπής πέρα από τα οποία επέρχεται ξαφνική και σοβαρή επιδείνωση, εξήγησαν οι επιστήμονες. Ωστόσο, πρόκειται για σημεία μετά τα οποία οι κίνδυνοι θεμελιωδών αλλαγών στα φυσικά, βιολογικά και χημικά συστήματα υποστήριξης της ζωής της Γης, αυξάνονται σημαντικά. Τα εννέα πλανητικά όρια καθορίστηκαν για πρώτη φορά το 2009 και επικαιροποιήθηκαν το 2015.
«Η επιστήμη και ο κόσμος γενικότερα ανησυχούν πραγματικά για όλα τα ακραία κλιματικά φαινόμενα που πλήττουν τις κοινωνίες σε ολόκληρο τον πλανήτη. Αλλά αυτό που μας ανησυχεί, ακόμη περισσότερο, είναι τα αυξανόμενα σημάδια εξασθένισης της ανθεκτικότητας της Γης», δήλωσε ο καθηγητής Γιόχαν Ρόκστρομ, τότε διευθυντής του Κέντρου Ανθεκτικότητας της Στοκχόλμης, ο οποίος ηγήθηκε της ομάδας που ανέπτυξε το πλαίσιο των ορίων.
Ο Ρόκστρομ, ο οποίος είναι τώρα συνδιευθυντής του Ινστιτούτου Potsdam για την έρευνα των κλιματικών επιπτώσεων στη Γερμανία, δήλωσε ότι αυτή η εξασθένιση της ανθεκτικότητας θα μπορούσε να καταστήσει αδύνατο τον περιορισμό της παγκόσμιας θέρμανσης στον κλιματικό στόχο των 1,5 βαθμών Κελσίου και θα μπορούσε να φέρει τον κόσμο πιο κοντά στα σημεία καμπής. Οι επιστήμονες δήλωσαν τον Σεπτέμβριο ότι ο κόσμος βρίσκεται στα πρόθυρα πολλαπλών καταστροφικών σημείων καμπής.
«Γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι η ανθρωπότητα μπορεί να ευδοκιμήσει κάτω από τις συνθήκες που επικρατούν εδώ και 10.000 χρόνια – δεν γνωρίζουμε ότι μπορεί να ευδοκιμήσει κάτω από μεγάλες, δραματικές αλλαγές και οι επιπτώσεις του ανθρώπου στο σύστημα της Γης στο σύνολό του αυξάνονται καθώς μιλάμε», δήλωσε η Κάθριν Ρίτσαρντσον, καθηγήτρια βιολογικής ωκεανογραφίας στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, η οποία ηγήθηκε της ανάλυσης.
«Η Γη είναι σαν ένας ασθενής με πολύ υψηλή αρτηριακή πίεση. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πάθει σίγουρα έμφραγμα, αλλά αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο», πρόσθεσε η ερευνήτρια.
Η αξιολόγηση, η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Science Advances» και βασίστηκε σε 2.000 μελέτες, έδειξε ότι αρκετά πλανητικά όρια έχουν ξεπεραστεί εδώ και πολύ καιρό. Το όριο για την ακεραιότητα της βιόσφαιρας, το οποίο περιλαμβάνει την υγιή λειτουργία των οικοσυστημάτων, ξεπεράστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, είπαν οι ερευνητές, καθώς η καταστροφή του φυσικού κόσμου αποδεκάτισε την άγρια ζωή. Η ίδια καταστροφή, ιδίως η αποψίλωση των δασών, σημαίνει ότι το όριο για τη χρήση της γης παραβιάστηκε τον περασμένο αιώνα. Τα κλιματικά μοντέλα έχουν δείξει ότι το ασφαλές όριο για την κλιματική αλλαγή ξεπεράστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Μια νέα μέτρηση του γλυκού νερού έδειξε ότι το όριο αυτό παραβιάστηκε στις αρχές του 20ού αιώνα.
Ένα άλλο όριο είναι ο κύκλος του αζώτου και του φωσφόρου στο περιβάλλον. Αυτά τα θρεπτικά συστατικά που περιέχονται στα λιπάσματα μολύνουν το νερό και μπορεί να οδηγήσουν σε ανθίσεις φυκιών και νεκρές ζώνες στους ωκεανούς, ζώνες δηλαδή όπου το οξυγόνο είναι μηδενικό. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ, κάθε χρόνο προστίθεται στα χωράφια τριπλάσια ποσότητα αζώτου από το ασφαλές επίπεδο.
Το όριο για τη ρύπανση από φυτοφάρμακα, πλαστικά και πυρηνικά απόβλητα, φαίνεται πως επίσης έχει ξεπεραστεί, σύμφωνα με μελέτη του 2022. Η νέα ανάλυση αξιολόγησε για πρώτη φορά την ατμοσφαιρική ρύπανση, η οποία επηρεάζει την ανάπτυξη των φυτών και τις βροχές των μουσώνων και διαπίστωσε ότι έχει ξεπεράσει το πλανητικό όριο μόνο σε ορισμένες περιοχές, όπως η νότια Ασία και η Κίνα. Από την άλλη, η οξίνιση των ωκεανών επιδεινώνεται και βρίσκεται κοντά στο να ξεπεράσει το ασφαλές όριο.
«Αν θέλετε να έχετε ασφάλεια, ευημερία και ισότητα για την ανθρωπότητα στη Γη, πρέπει να επιστρέψετε στην ασφαλή ζώνη και δεν βλέπουμε αυτή την πρόοδο αυτή τη στιγμή στον κόσμο», τόνισε ο Ρόκστρομ.
Η σταδιακή κατάργηση της καύσης ορυκτών καυσίμων και ο τερματισμός της καταστροφικής γεωργίας είναι οι βασικές δράσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τον Ροκστρομ.
«Πρόκειται για μια εξαιρετικά ζοφερή ανακοίνωση για μια ήδη ανησυχητική εικόνα. Ο πλανήτης εισέρχεται σε μια νέα και πολύ λιγότερο σταθερή κατάσταση – δεν θα μπορούσε να υπάρξει μια πιο έντονη προειδοποίηση για την ανάγκη βαθιών διαρθρωτικών αλλαγών στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε το περιβάλλον», δήλωσε ο Σάιμον Λούις, τροπικός οικολόγος στο University College του Λονδίνου που μελετά τις παγκόσμιες περιβαλλοντικές αλλαγές, αλλά ο οποίος δεν συμμετείχε στη μελέτη.
Μια σχετική αξιολόγηση που δημοσιεύθηκε τον Μάιο εξέτασε τα πλανητικά όρια σε συνδυασμό με θέματα κοινωνικής δικαιοσύνης και διαπίστωσε ότι έξι από αυτά τα οκτώ όρια του συστήματος της Γης έχουν ξεπεραστεί.
Οι ερευνητές δήλωσαν ότι χρειάζονται περισσότερα δεδομένα για την καλύτερη κατανόηση της τρέχουσας κατάστασης. Τόνισαν πάντως πως η ανισορροπία των συστημάτων της Γης έχει ως αποτέλεσμα, οι τελικές παγκόσμιες περιβαλλοντικές συνθήκες να παραμένουν αβέβαιες, όπως αναφέρει ο Guardian.