Το σενάριο της ταινίας «η ζωή του Πι», έζησαν τέσσερις Νιγηριανοί στη Βραζιλία.
Κατά τη 10η ημέρα τους στη θάλασσα, οι τέσσερις Νιγηριανοί λαθρεπιβάτες που διέσχισαν τον Ατλαντικό σε ένα μικρό χώρο ανάμεσα στο κύτος και το πηδάλιο ενός φορτηγού πλοίου, ξέμειναν από τροφή και νερό.
Κατάφεραν να επιβιώσουν ακόμα τέσσερις ημέρες, σύμφωνα με τις μαρτυρίες τους, πίνοντας θαλασσινό νερό, πριν διασωθούν από την ομοσπονδιακή αστυνομία της Βραζιλίας στο νοτιοανατολικό λιμάνι της Βιτόρια.
Το απίστευτο ταξίδι που έκαναν, αψηφώντας τον θάνατο και διαπλέοντας μια απόσταση 5.600 χιλιομέτρων, αποτυπώνει τα ρίσκα που είναι διατεθειμένοι να αναλάβουν οι μετανάστες προκειμένου να έχουν την ελπίδα σε μια καλύτερή ζωή.
«Ήταν μια τρομερή εμπειρία για μένα», δήλωσε ο 38χρονος Θανκγκόντ Οπεμίπο Μάθιου Γέγε, ένας από τους τέσσερις Νιγηριανούς, σε συνέντευξη που έδωσε από ξενώνα της εκκλησίας στο Σάο Πάολο. «Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού δεν ήταν εύκολο. Έτρεμα, φοβόμουν τόσο πολύ. Αλλά είμαι εδώ».
Η ανακούφισή τους ότι σώθηκαν σύντομα αντικαταστάθηκε από έκπληξη.
Οι τέσσερις άνδρες δήλωσαν ότι ήλπιζαν να φθάσουν στην Ευρώπη και έμειναν έκπληκτοι όταν έμαθαν ότι τελικά έφθασαν στην άκρη πλευρά του Ατλαντικού, στη Βραζιλία. Δύο από τους άνδρες επέστρεψαν έκτοτε στη Νιγηρία ύστερα από δικό τους αίτημα, ενώ ο Γέγε και ο 35χρονος Ρόμαν Εμπιμένε Φράιντεϊ έκαναν αίτηση για άσυλο στη Βραζιλία.
«Προσεύχομαι η κυβέρνηση της Βραζιλίας να με λυπηθεί», δήλωσε ο Φράιντεϊ, που είχε ήδη αποπειραθεί άλλη μία φορά να φύγει από τη Νιγηρία με πλοίο αλλά συνελήφθη από τις αρχές εκεί.
Και οι δύο άνδρες δήλωσαν ότι τα οικονομικά προβλήματα, η πολιτική αστάθεια και τα εγκλήματα δεν τους άφησαν άλλες επιλογές από το να εγκαταλείψουν τη Νιγηρία. Η πολυπληθέστερη χώρα της Αφρικής εδώ και καιρό αντιμετωπίζει θέματα βίας και φτώχειας ενώ οι απαγωγές είναι ενδημικό φαινόμενο.
Ο Γέγε, ιερέας σε πεντηκοστιανή εκκλησία στο κρατίδιο Λάγκος, είπε ότι η φάρμα του όπου παρήγε αραχιδέλαιο και φοινικέλαιο καταστράφηκε από τις πλημμύρες φέτος, με αποτέλεσμα ο ίδιος και η οικογένειά του να μείνουν άστεγοι. Ελπίζει ότι τώρα θα μπορέσουν να τον ακολουθήσουν στη Βραζιλία.
Ο Φράιντεϊ δήλωσε ότι το ταξίδι του προς την Βραζιλία ξεκίνησε στις 27 Ιουνίου, όταν ένας ψαράς φίλος του τον μετέφερε σε βάρκα στην πρύμνη του λιβεριανής σημαίας Ken Wave, που ήταν αγκυροβολημένο στο Λάγκος και τον άφησε δίπλα στο πηδάλιο. Έκπληκτος ανακάλυψε ότι άλλοι τρεις άνδρες ήδη βρίσκονταν εκεί, περιμένοντας την αναχώρηση του πλοίου. Ο Φράιντεϊ δήλωσε ότι ήταν τρομοκρατημένος. Δεν γνώριζε από πριν τους συνταξιδιώτες του και φοβόταν ότι ανά πάσα στιγμή μπορούσαν να τον πετάξουν στη θάλασσα.
Μόλις άρχισε το πλοίο να κινείται, ο Φράιντεϊ δήλωσε ότι οι τέσσερις άνδρες έκαναν ό,τι ήταν δυνατόν να μην τους ανακαλύψει το πλήρωμα του πλοίου, αλλά ανησυχούσαν επίσης μήπως τους ρίξουν σε ένα υγρό τάφο.
«Ίσως, αν σε πιάσουν, να σε πετάξουν στο νερό», είπε. «Άρα μάθαμε να μην κάνουμε καθόλου θόρυβο».
Το να περάσουν δύο εβδομάδες σε απόσταση αναπνοής από τα νερά του Ατλαντικού ήταν επικίνδυνο εγχείρημα.
Για να μην πέσουν στο νερό, ο Φράιντεϊ δήλωσε ότι οι άνδρες είχαν στήσει πρόχειρα ένα δίχτυ γύρω από το πηδάλιο και δέθηκαν σε αυτό με ένα σκοινί. Όταν κοιτούσε προς τα κάτω, είπε ότι μπορούσε να δει «μεγάλα ψάρια, σαν φάλαινες και καρχαρίες».
Λόγω του περιορισμένου χώρου και του θορύβου της μηχανής, ο ύπνος τους ήταν σπάνιος και επικίνδυνος. «Χάρηκα πολύ όταν μας έσωσαν», είπε.
Ο πατέρας Πάολο Παρίζε, ιερέας στον ξενώνα στο Σάο Πάολο, δήλωσε ότι έχει συναντήσει και άλλες περιπτώσεις λαθρεπιβατών, αλλά δεν είχε δει ποτέ ξανά κάτι τόσο επικίνδυνο. Το ταξίδι τους αποτελεί απόδειξη του τι μπορεί να κάνουν όσοι αναζητούν μια νέα αρχή, δήλωσε. «Οι άνθρωποι κάνουν απίστευτα και πολύ επικίνδυνα πράγματα».