Την εσχάτη των ποινών, ήτοι τη θανατική καταδίκη, για ένα αποτρόπαιο έγκλημα και μάλιστα μεταξύ φίλων είχε επιβάλει τη δεκαετία του ‘70 το Κακουργιοδικείο της Αθήνας στο οποίο προήδρευε έχοντας, τότε, το βαθμό του εφέτη ο αείμνηστος Χρήστος Σαρτζετάκης.
Στο εδώλιο του δικαστηρίου, είχε καθίσει ένας 44χρονος οδηγός, ο οποίος είχε σκότωσε με μπαλτά το φίλο του και στη συνέχεια πέταξε τη σορό του σε χωματερή τις πρωτεύουσας. Το έγκλημα είχε συγκλονίσει την κοινή γνώμη λόγω της σκληρότητας του και είχε αποτυπωθεί στα πρωτοσέλιδα του Τύπου της εποχής.
Η ακροαματική διαδικασία για τη συγκεκριμένη υπόθεση ενώπιον του Κακουργιοδικείου της Αθήνας διήρκησε δύο περίπου μέρες και μετά το πέρας αυτής ο κατηγορούμενος κρίθηκε ομόφωνα ένοχος για ανθρωποκτονία εκ’ προθέσεως χωρίς μάλιστα να του αναγνωριστεί κανένα ελαφρυντικό.
Σύμφωνα με την απόφαση ο 44χρονος διέπραξε το έγκλημά του με τρόπο ιδιαζόντως ειδεχθή. Κρίθηκε δε, ως άτομο επικίνδυνο για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Ο 44χρονος άκουσε την απόφαση για θανατική καταδίκη ιδιαίτερα ψύχραιμος και σε ερώτηση του προέδρου του δικαστηρίου για το αν έχει να προσθέσει κάτι, είπε μόνο ότι μετανοεί έγκλημά του.
Κατά την απολογία του στο δικαστήριο ο κατηγορούμενος ήταν κυριολεκτικά «σφίγγα», αποφεύγοντας να μιλήσει για τους λόγους που τον οδήγησαν στη δολοφονία του φίλου του. Η μόνιμη επωδός του ήταν ότι ήταν πολύ μεθυσμένος την ώρα που διέπραξε το έγκλημα.
«Δεν είχα πει ποτέ τίποτε με τη γυναίκα του θύματος, ούτε και τον σκότωσα για να την κάνω φιλενάδα μου. Με πρόσβαλε όμως ο μακαρίτης λέγοντάς μου ότι είχα σχέσεις μαζί της. Είχαμε πιει εκείνο το βράδυ και επιστρέφοντας στο αυτοκίνητο με απείλησε λέγοντάς μου: «θα σε σκοτώσω, θα σου πιω το αίμα»», αρκέστηκε να πει ο κατηγορούμενος με τον κ. Σαρτζετάκη να τον ρωτά επίμονα για τα αίτια που τον οδήγησαν στην πράξη του. Εκείνος, όμως, απέφευγε με κάθε τρόπο να δώσει απαντήσεις, επαναλαμβάνονται συνεχώς πως ήταν μεθυσμένος και πώς φοβήθηκε τη στιγμή που το θύμα κατέβηκε από το όχημα στο οποίο επέβαιναν για να αλλάξει λάστιχο. Τότε ήταν, όπως είπε, η στιγμή που χτύπησε τον φίλο του με το μπαλτά και πως πλέον έχει μετανιώσει.
«Ανθρώπινο κτήνος»
Στην αγόρευσή του ο εισαγγελέας της έδρας ζήτησε την καταδίκη του κατηγορουμένου κατά το κατηγορητήριο, χωρίς να του αναγνωριστεί κανένα ελαφρυντικό. Ο εισαγγελικός λειτουργός είχε αποκαλέσει τον κατηγορούμενο ένα ανθρώπινο κτήνος, ψυχρό και αμετανόητο μέχρι την τελευταία στιγμή.
Ο εισαγγελέας, πάντως, απέδωσε το έγκλημα στο ότι ο 44χρονος «ορέγετο» τη γυναίκα του θύματος. Πάντως, όταν έλαβε το λόγο για την επιμέτρηση των ποινών, ανέφερε πως δεν επιθυμεί να συνδεθεί το όνομά του με μία καταδίκη σε θάνατο και αγορεύοντας πρότεινε να μην επιβληθεί στο κατηγορούμενο η εσχάτη των ποινών. Η πρότασή του, ωστόσο, δεν έγινε δεκτή από το δικαστήριο, που εν τέλει καταδίκασε το δράστη σε θανατική ποινή.