Σε ανάλυσή της, η βρετανική εφημερίδα Guardian, εξηγεί μια σειρά από ιστορικούς, γεωπολιτικούς και οικονομικούς λόγους με βάση τους οποίους, η ομοβροντία κυρώσεων της Δύσης προς τη Ρωσία δεν θα σημάνει και την επικράτηση επί του καθεστώτος Πούτιν.
«Να είστε έτοιμοι για μακρύ ταξίδι», ήταν άλλωστε, όπως αναφέρει το δημοσίευμα, το μήνυμα πίσω από τις γραμμές του Μπόρις Τζόνσον προς τους βουλευτές, καθώς δεσμεύτηκε για την αυστηροποίηση των κυρώσεων κατά της Ρωσίας.
Το άρθρο του Guardian, με τίτλο «Γιατί μια γρήγορη οικονομική νίκη ενάντια στη Ρωσία είναι απίθανη» εξηγεί πως, αυτό δεν θα συμβεί, καθώς ο Βλαντιμίρ Πούτιν είχε χρόνο να προετοιμαστεί και είναι καλά οχυρωμένος.
«Εκ πρώτης όψεως, θα πρέπει να είναι ένας άνισος αγώνας. Η Ρωσία είναι η μεγαλύτερη έκταση στον κόσμο, αλλά έχει ετήσια παραγωγή μικρότερη από την Ιταλία. Το κατά κεφαλήν εισόδημα είναι περίπου το ένα τέταρτο αυτού του Ηνωμένου Βασιλείου» σημειώνει το δημοσίευμα.
Τα σκαμπανευάσματα της οικονομίας στη Ρωσία
Η οικονομία της Ρωσίας έχει περάσει από διακριτές φάσεις μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και ύστερα:
- ένα αρχικό σοκ που είχε ως αποτέλεσμα μια οξεία ύφεση που κορυφώθηκε με μια χρηματοπιστωτική κρίση το 1998
- μια ισχυρή ανάκαμψη κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, χάρη στην άνθηση των εξαγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου
- και μια πρόσφατη περίοδο στασιμότητας, καθώς η αποτυχία διαφοροποίησης της οικονομίας είχε το τίμημά της.
Στην αυγή του μιλένιουμ, η ρωσική οικονομία έτρεχε με 7%, πριν την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008. Έκτοτε, η Ρωσία αναπτύσσεται μόλις κατά 2% περίπου ετησίως, αν λάβει κανείς υπόψη τα τρία έτη που προηγήθηκαν της πανδημίας.
Το συμπέρασμα είναι ότι στη Ρωσία, η οικονομία δεν έχει πραγματικά εξελιχθεί από τις ημέρες της Σοβιετικής Ένωσης. Η Ρωσία εξακολουθεί να είναι πλούσια σε φυσικούς πόρους και ανθρώπινο κεφάλαιο, αλλά οι επιδόσεις της είναι υποτονικές και οι δεσμοί της με τη Δύση περιορισμένοι.
Για να γίνει αντιληπτό το παραπάνω, το γεγονός δηλαδή πως η Ρωσία είναι μια σημαντική στρατιωτική δύναμη και παραγωγός ενέργειας, αλλά δεν αποτελεί σημαντική αγορά για τις περισσότερες χώρες δείτε κι αυτό: Η Γερμανία, για παράδειγμα, εξάγει πολύ περισσότερα στην Πολωνία παρά στη Ρωσία.
Γιατί μια νίκη της Δύσης είναι μάλλον απίθανη
Όμως, όπως διαπίστωσαν με κόστος όσοι τα έβαλαν με τη Ρωσία στο παρελθόν, τα φαινόμενα απατούν, υποστηρίζει η ανάλυση του βρετανικού δημοσιεύματος.
- Πρώτον, ο Πούτιν προσπαθεί ενεργά να απομονώσει τη Ρωσία από τη Δύση από την εισβολή στην Κριμαία το 2014 και έπειτα. Οι δυτικές εισαγωγές κρέατος, φρούτων, λαχανικών και γαλακτοκομικών προϊόντων απαγορεύτηκαν, όταν επιβλήθηκαν κυρώσεις.
- Δεύτερον, η αυτάρκεια της χώρας συνοδεύεται από μια προσπάθεια διαφοροποίησης, με μια σκόπιμη στροφή της πολιτικής προς την Κίνα. Μια συμφωνία με το Πεκίνο – πάλι το 2014 – άνοιξε τον δρόμο για την κατασκευή του Power of Siberia – ενός αγωγού φυσικού αερίου που συνδέει τις δύο χώρες και τέθηκε σε λειτουργία το 2019.
Η Κίνα είναι η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου και η μεγάλη ζήτηση ενέργειας που απαιτεί, υπήρξε ένας από τους παράγοντες που ώθησαν τις παγκόσμιες τιμές ενέργειας προς τα πάνω κατά το περασμένο έτος. Ο Πούτιν έχει ήδη δώσει την έγκριση για τον αγωγό Power of Siberia 2, την ώρα που ο αντίστοιχος Nord Stream 2 προς δυσμάς, μπαίνει στον πάγο.
Γιατί η απειλή κρατικού χρέους δεν έχει αντίκρισμα στη Ρωσία
- Τρίτον, η Ρωσία αξιοποιεί τα χρήματα που λαμβάνει από τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου για να δημιουργήσει σημαντικές οικονομικές άμυνες. Η Μόσχα διαθέτει συναλλαγματικά αποθέματα ύψους περίπου 500 δισ. δολαρίων (442 δισ. ευρώ) και, σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα, έχει εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα εθνικού χρέους. Την ώρα που το ελληνικό χρέος για παράδειγμα εκτοξεύεται στα 207,3% στη Ρωσία είναι κάτω από 20%.
Αυτή η οικονομική αμυντική προστασία μπορεί κάλλιστα να αμβλύνει ένα από τα όπλα που η Δύση σκοπεύει να αναπτύξει ως απάντηση στην κρίση στην Ουκρανία: την απαγόρευση της έκδοσης ή της διαπραγμάτευσης του κρατικού χρέους της Ρωσίας στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη.
Τα κρατικά ομόλογα που πρέπει να πουλήσει η Ρωσία είναι σχετικά λίγα και μόλις το 10% του συνόλου αγοράστηκε από μη κατοίκους πέρυσι.
Τα όπλα Πούτιν στο Μπρα-Ντε-Φερ με την Δύση
Τέλος, ο Πούτιν έχει κάποια δικά του όπλα που μπορεί να μπει στον πειρασμό να χρησιμοποιήσει ως αντίποινα στις δυτικές κυρώσεις, αναφέρει ο Guardian. Η Ρωσία παρέχει το 40% του πετρελαίου και του άνθρακα της ΕΕ και το 20% του φυσικού αερίου της. Στο «S» έχουμε αναφερθεί εκτενώς στην ενεργειακή ομηρία που διέπει τις σχέσεις της Ευρώπης τόσο με τη Ρωσία, όσο όμως και με τις ΗΠΑ.
Η Ρωσία είναι επίσης, ο μεγαλύτερος εξαγωγέας παλλαδίου στον κόσμο, ενός κρίσιμου συστατικού για την αυτοκινητοβιομηχανία, επειδή απαιτείται για την κατασκευή καταλυτικών μετατροπέων. Το παλλάδιο θεωρείται ευγενές μέταλλο και όπως και τα άλλα πολύτιμα μέταλλα τίθεται σε διαπραγμάτευση στις διεθνείς χρηματαγορές.
Το παλλάδιο και οι ενώσεις του χρησιμοποιούνται ευρύτατα ως καταλύτες σε οργανικές χημικές αντιδράσεις αλλά και στους καταλυτικούς μετατροπείς των αυτοκινήτων. Επίσης χρησιμοποιούνται σε ολοκληρωμένα κυκλώματα, στην οδοντιατρική, τον καθαρισμό του υδρογόνου, στην κατασκευή κοσμημάτων, ανθεκτικών εργαλείων και οργάνων ακριβείας.
Το Ινστιτούτο του Κιέλου, ένα γερμανικό Think Tank, αναφέρει ότι η διακοπή των εξαγωγών φυσικού αερίου από τη Ρωσία, θα μείωνε το ρωσικό ΑΕΠ κατά 3%, ενώ η διακοπή των εξαγωγών πετρελαίου θα είχε ως αποτέλεσμα πλήγμα 1,2%. Παρότι οι δυτικές χώρες θα μπορούσαν να προμηθεύονται ενέργεια από αλλού, η μείωση της προσφοράς θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε αύξηση των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου.
Ακόμη και κατά τις πιο έντονες περιόδους του Ψυχρού Πολέμου, η Σοβιετική Ένωση συνέχισε να παρέχει ενέργεια στη Δύση. Η διακοπή των προμηθειών πετρελαίου και φυσικού αερίου θα είχε βαρύ κόστος, αλλά θα αποτελούσε παράδειγμα μιας στρατηγικής που είχε επιστρατευτεί και στο παρελθόν στην ιστορία της χώρας: την πολιτική της καμένης γης.