Οι άνθρωποι που μολύνονται από την κυρίαρχη πλέον μετάλλαξη Όμικρον του κορονοϊού, είναι απίθανο να επαναμολυνθούν σε σύντομο χρόνο από την υπομετάλλαξη ΒΑ.2, γνωστή και ως Όμικρον 2, σύμφωνα με μια νέα δανική επιστημονική μελέτη.
Η μόλυνση του ίδιου ανθρώπου με δύο διαφορετικές υπομεταλλάξεις της Όμικρον είναι μεν δυνατή ακόμη κι αν δεν έχει περάσει πολύς καιρός, αλλά είναι πολύ σπάνια. Επιπλέον, σύμφωνα με την έρευνα, οι επαναλοιμώξεις με Όμικρον 2 αφορούν σε δυσανάλογα μεγάλο ποσοστό κυρίως τους ανεμβολίαστους.
Ποια στοιχεία ερευνήθηκαν
Οι ερευνητές του δανικού Ινστιτούτου Statens Serum μελέτησαν στοιχεία για περίπου 1,8 εκατομμύρια περιστατικά κορονοϊού μεταξύ Νοεμβρίου 2021-Φεβρουαρίου 2022, μεταξύ των οποίων υπήρχαν 1.739 περιπτώσεις δεύτερου θετικού τεστ του ίδιου ατόμου σε χρονικό διάστημα 20 έως 60 ημερών. Από αυτές, επιλέχθηκαν τυχαία και αναλύθηκαν 263 ζεύγη θετικών δειγμάτων και βρέθηκαν 181 περιστατικά επαναλοίμωξης, εκ των οποίων τα 47 (ποσοστό 18%) με Όμικρον 2 (ΒΑ.2) μετά από Όμικρον (ΒΑ.1).
Τι προέκυψε από την έρευνα
Από τις 47 περιπτώσεις επαναλοίμωξης, οι 42 (σχεδόν το 90% ή εννέα στις δέκα) αφορούσαν ανεμβολίαστους, κάτι που δείχνει ότι αυτοί ακριβώς έχουν πολύ μεγαλύτερη πιθανότητα να επαναμολυνθούν με Όμικρον 2 λίγο μετά από μόλυνση τους με Όμικρον. Οι περισσότερες επαναλοιμώξεις αφορούσαν ανεμβολίαστα άτομα κάτω των 30 ετών, κυρίως παιδιά και εφήβους.
Η Όμικρον 2 φαίνεται περίπου μιάμιση φορά πιο μεταδοτική από την αρχική Όμικρον. Έχει ήδη κυριαρχήσει στη Δανία, ενώ τείνει να κυριαρχήσει και σε άλλες χώρες όπως η Βρετανία, η Νότια Αφρική και η Νορβηγία. Τα κρούσματα της αυξάνονται γρήγορα και στις ΗΠΑ, σύμφωνα με το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νόσων (CDC). Όμως δεν υπάρχουν ενδείξεις, σύμφωνα με τους επιστήμονες, ότι η Όμικρον 2 προκαλεί πιο σοβαρή ή πιο θανατηφόρα νόσο κορονοϊού ή ότι διαφεύγει καλύτερα από τα εμβόλια, σε σχέση με την Όμικρον.
Όπως έδειξε η δανική μελέτη, οι επαναλοιμώξεις με Όμικρον ή Όμικρον 2 χαρακτηρίζονται από γενικά ήπια συμπτώματα, σε σχέση με την αρχική λοίμωξη και δεν οδηγούν σε νοσηλεία ή θάνατο, σύμφωνα με τη βρετανική “Ιντιπέντεντ” και το πρακτορείο Ρόιτερς.