Πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης κατέθεσε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ Αλέξης Τσίπρας.
Υποβάλλουμε πρόταση δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης, ως ένα πρώτο βήμα της πορείας στο λαό για την υπεράσπιση της δημοκρατίας, της διαφάνειας και της δικαιοσύνης, ανακοίνωσε ο Αλέξης Τσίπρας από τη Βουλή.
Στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης απάντησε ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης, ο οποίος έκανε δεκτή την πρόταση μομφής του ΣΥΡΙΖΑ, με τη συζήτηση να ξεκινάει σήμερα στις 18:00.
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είπε ότι οι τύχες της χώρας βρίσκονται στα χέρια μιας κυβέρνησης «όχι μόνο ανίκανης, προσκολλημένης σε ιδιοτέλειες και συμφέροντα, αλλά και βαθιά αντιδημοκρατικής. Και ενός πρωθυπουργού που γράφει το χρονικό μιας προαναγγελθείσας αποστασίας από τους κανόνες της δημοκρατίας». Τόνισε ότι «κανείς και καμιά δεν δικαιούται να κλείνει τα μάτια γιατί αυτό που συμβαίνει δεν αφορά μόνο κάποιους έγκριτους συνταγματολόγους αλλά αφορά τη ζωή των ανθρώπων. Σημείωσε ότι «η ελληνική κοινωνία ζει εδώ και έξι μήνες στη δίνη των αποκαλύψεων για ασύλληπτο αριθμό υποκλοπών. Στη δίνη της πιο εκτεταμένης και βαθιάς εκτροπής από τους κανόνες δικαίου που είδε η χώρα μετά το 1974».
Είπε ότι «δημοσιογράφοι, ευρωβουλευτές, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛΛ., υπουργοί, επιχειρηματίες, στελέχη των ενόπλων μας δυνάμεων, έχουν ταπεινωθεί, σε “στόχους” κι έγιναν βορά ενός παράνομου, πράγματι ρυπαρού δικτύου. Ενός εγκληματικού δικτύου, θα έλεγα εγώ. Που είχε όμως έδρα το ίδιο το Μέγαρο Μαξίμου. Και συντονιστή τον ίδιο τον πρωθυπουργό».
Ο κ. Τσίπρας υποστήριξε ότι ο πρωθυπουργός «οργάνωσε αυτό το δίκτυο προκειμένου να έχει στο χέρι, όχι μόνο χρήσιμες πληροφορίες για τους πολιτικούς του αντιπάλους, τους πολιτικούς του φίλους, τους οικονομικούς παράγοντες του τόπου, τη στρατιωτική ηγεσία, τους δημοσιογράφους, τους αξιωματικούς του στρατεύματος. Αλλά και για να τους έχει στο χέρι τους ίδιους, να τους εκβιάζει. Να γνωρίζει τις σκέψεις, τις επιδιώξεις, τις αδυναμίες τους». Πρόσθεσε ότι «το δίκτυο αυτό το οργάνωσε με πολύ σοβαρό σχεδιασμό από τη πρώτη στιγμή που ανέλαβε τη διακυβέρνηση του τόπου».
«Ο φάκελος που παρέλαβα από την ΑΔΑΕ περιέχει τα παράνομα έργα του σκοτεινού παρακράτους που έστησε ο κ. Μητσοτάκης»
«Σήμερα θα μιλήσουμε στη βάση των αποδείξεων», είπε ο Αλέξης Τσίπρας, σχολιάζοντας πως ήρθε η ώρα να λύσει την απορία σε όσους αναρωτήθηκαν τι περιείχε ο φάκελος που κρατούσε όταν έβγαινε χθες από τα γραφεία της ΑΔΑΕ, μετά τη συνάντηση με τον πρόεδρό της, Χρήστο Ράμμο.
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ είπε ειδικότερα ότι ο φάκελος περιείχε τα αποτελέσματα της έρευνας της ΑΔΑΕ, μετά από αίτημα που κατέθεσε εκείνος στην Αρχή στις 7/12 και που εμπλούτισε κατόπιν γραπτού αιτήματος της αρχής, με μεταγενέστερο αίτημά του στις 28/12. «Ο φάκελος λοιπόν περιέχει τα παράνομα έργα του σκοτεινού παρακράτους που έστησε ο κ. Μητσοτάκης, το ξεγύμνωμα του παρακράτους από την πιο αρμόδια αρχή του κράτους», είπε ο κ. Τσίπρας.
Ανέφερε ειδικότερα ότι «στις 28/12 λοιπόν, και ενώ ήταν γνωστό ότι στα αρχεία των παρόχων η Ανεξάρτητη Αρχή είχε ήδη βρει ευρήματα επισυνδέσεων της ΕΥΠ, πέραν του κ. Ανδρουλάκη και κ. Κουκάκη, και για τα τηλέφωνα του ευρωβουλευτή Κύρτσου και του δημοσιογράφου Τέλογλου, ζήτησα επισήμως γραπτώς να διεξαχθεί έλεγχος από την Αρχή, ώστε να διελευκάνει αν ετέθη πράγματι σε επισύνδεση από την ΕΥΠ με διάταξη υπογεγραμμένη από την αρμόδια εισαγγελέα της ΕΥΠ, ο υπουργός Εργασίας κ. Χατζηδάκης, ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ κ. Φλώρος, ο αρχηγός ΓΕΣ κ. Λαλούσης, ο πρώην Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας κ. Διακόπουλος, ο πρώην και ο νυν επικεφαλής της Γενικής Διεύθυνσης εξοπλισμών κ.κ. Λάγιος και Αλεξόπουλος». «Και η απάντηση που επίσημα έλαβα σε αυτόν τον κλειστό φάκελο, ήταν έξι στα έξι», τόνισε, «για όλους ευρέθησαν επισυνδέσεις της ΕΥΠ του κ. Μητσοτάκη».
«Ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση είναι αμετάκλητα ένοχοι»
Πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης υπέβαλε ο Αλέξης Τσίπρας ολοκληρώνοντας την ομιλία του στη Βουλή.
«Ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση στην υπόθεση αυτής της εκτροπής είναι αμετάκλητα ένοχοι. Δεν έχουν μόνο πολιτικές, αλλά και βαρύτατες προσωπικές και νομικές ευθύνες», είπε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, υποστηρίζοντας ότι «η παραμονή στη διακυβέρνηση της χώρας όσων έκαναν ακόμα και την εθνική μας ασφάλεια πεδίο υποκλοπών και εκβιασμών, είναι επικίνδυνη για τη δημοκρατία, την ασφάλεια της χώρας, τα δικαιώματα».
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης τόνισε ότι «μετά από όλα όσα έχουν αποκαλυφθεί, με αποδείξεις πια, επειδή η Ελλάδα θέλουμε να είναι ένα ευρωπαϊκό κράτος δικαίου, η κυβέρνηση αυτή δεν μπορεί να μείνει ούτε στιγμή στη θέση της, ο πρωθυπουργός αυτός δεν μπορεί να παραμείνει ούτε μια μέρα στη θέση του».
Για τους λόγους αυτούς, προσέθεσε, «υποβάλλουμε πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης Μητσοτάκη, ως ένα πρώτο βήμα της πορείας μας στο λαό για την υπεράσπιση της δημοκρατίας, της διαφάνειας και της δικαιοσύνης». Σημείωσε ότι η Βουλή επί τριήμερο θα συζητήσει, «ο κ. Μησοτάκης θα αναγκαστεί να έρθει εδώ και να δώσει εξηγήσεις, να λογοδοτήσει, να απαντήσει και η Βουλή θα αναγκαστεί να αποφασίσει: Με τη Δημοκρατία ή με την εκτροπή». Τόνισε πως «όποια και αν είναι η απάντηση, είμαι βέβαιος ότι σύντομα την οριστική και την ορθή απάντηση στο ερώτημα θα δώσει ο ελληνικός λαός».
Η διαδικασία που θα ακολουθηθεί
«Πρόταση δυσπιστίας» είναι η πρόταση που καταθέτει κόμμα της αντιπολίτευσης στη Βουλή των Ελλήνων, με σκοπό το Σώμα να άρει την εμπιστοσύνη του από την κυβέρνηση ή από μέλος της.
Το καθεστώς που διέπει τη διαδικασία περιγράφεται πρωτίστως στο άρθρο 84 του Συντάγματος και με πιο αναλυτικό τρόπο στο άρθρο 142 του Κανονισμού της Βουλής. Βάσει του άρθρου 84, η πρόταση δυσπιστίας κατατίθεται, εφόσον φέρει την υπογραφή του 1/6 του όλου αριθμού των βουλευτών (δηλαδή από 60 βουλευτές) και πρέπει να περιλαμβάνει με σαφήνεια τα θέματα, για τα οποία οι βουλευτές αίρουν την εμπιστοσύνη τους από την κυβέρνηση εν συνόλω ή από κάποιο μέλος της.
Οι βουλευτές καταθέτουν την πρόταση προς τον Πρόεδρο της Βουλής κατά τη διάρκεια μιας δημόσιας συνεδρίασης του Σώματος. Σε περίπτωση που η πρόταση υπογράφεται, όπως προαναφέρθηκε, από τον ελάχιστο απαιτούμενο αριθμό βουλευτών, τότε η Βουλή διακόπτει τις εργασίες της για δύο ημέρες, εκτός κι αν η κυβέρνηση ζητήσει να ξεκινήσει αμέσως η συζήτηση για την πρόταση δυσπιστίας.
Σε ό,τι αφορά τα χρονικά περιθώρια, ο Κανονισμός της Βουλής επισημαίνει πως η συζήτηση στην Ολομέλεια ολοκληρώνεται το αργότερο τη δωδεκάτη νυκτερινή της τρίτης ημέρας από την έναρξή της με ονομαστική ψηφοφορία. Σύμφωνα, πάντα με το άρθρο 142 του Κανονισμού της Βουλής, η συζήτηση επί της πρότασης δυσπιστίας ξεκινά με την ομιλία δύο τουλάχιστον βουλευτών από εκείνους που την υπέγραψαν. Παράλληλα, μέχρι το τέλος της ομιλίας των δύο βουλευτών, συντάσσεται ο πλήρης κατάλογος των ομιλητών που θα τοποθετηθούν ενώπιον της Ολομέλειας.
Προκειμένου να γίνει δεκτή η πρόταση εναντίον της κυβέρνησης εν συνόλω ή κατά κάποιου μέλους, θα πρέπει να έχει υπερψηφιστεί από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (151 βουλευτές). Επισημαίνει ότι δεν μπορεί να υποβληθεί εκ νέου πρόταση μομφής, εάν δεν έχει συμπληρωθεί χρόνος έξι μηνών, από την απόρριψη προηγούμενης όμοιας πρότασης, εκτός αν υπογράφεται από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών.