Εναν καθαρό πολιτικό χρόνο δύο μηνών δημιουργεί για την κυβέρνηση και τον Κυριάκο Μητσοτάκη η επιβεβαίωση από κυβερνητικές πηγές των πληροφοριών για τις πρώτες εκλογές τον Απρίλιο.
Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα ο πρωθυπουργός θα επιχειρήσει να αξιοποιήσει κάθε δυνατότητα ώστε φτάνοντας στις κάλπες να έχει δημιουργηθεί το περιβάλλον εκείνο που θα καθιστά απολύτως εφικτή τη διεκδίκηση της αυτοδυναμίας στις δεύτερες κάλπες τον Μάιο. Σύμφωνα με αναλυτές, ένα κόμμα για να επιτύχει τον σχηματισμό κυβέρνησης σε εκλογές με απλή αναλογική, χωρίς δηλαδή το μπόνους των 50 εδρών που προέβλεπε το προηγούμενο εκλογικό σύστημα, θα πρέπει να συγκεντρώνει -είτε μόνο του είτε σε κυβέρνηση συνεργασίας- ένα ποσοστό της τάξεως του 46%, αν κανείς υπολογίσει ότι τα κόμματα που θα μείνουν εκτός Βουλής θα καταγράψουν ένα ποσοστό της τάξεως του 8%, όπως είχε συμβεί το 2019. Το ποσοστό αυτό, που θυμίζει άλλες δεκαετίες, θεωρείται αδύνατο να επιτευχθεί από ένα κόμμα.
Εκλογές: Τα σενάρια συγκυβέρνησης
Πεποίθηση του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι ότι σε αυτήν τη συγκυρία η χώρα χρειάζεται μια αυτοδύναμη κυβέρνηση, το έργο της οποίας δεν θα περιπλέκεται σε ενδοκυβερνητικές διεργασίες και ατέρμονες διαβουλεύσεις που θα βάζουν αναχώματα και θα καθυστερούν το έργο της στον τομέα των μεταρρυθμίσεων και της ανάπτυξης της οικονομίας. Για τον λόγο αυτόν έχει κάνει σαφές ότι επιδίωξή του είναι η αυτοδυναμία, έχοντας ήδη απορρίψει τα όποια σενάρια συγκυβέρνησης. Με βάση τα ίδια δεδομένα, ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος κάνει λόγο για προοδευτική διακυβέρνηση, εμφανίζεται ανοιχτός σε όλες τις προοδευτικές δυνάμεις, όπως επισημαίνει. Σε αυτό το σενάριο το ποσοστό του 46% θα μπορούσε να προκύψει οριακά με συνεργασία του ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ, το ΚΚΕ και το ΜέΡΑ25, αν υπολογίσει κανείς τα δημοσκοπικά ευρήματα. Το ΚΚΕ όμως ήδη έχει αποσαφηνίσει τη θέση του, με τον Δημήτρη Κουτσούμπα να δηλώνει ότι δεν πρόκειται να στηρίξει ή να δώσει ανοχή σε μια προοδευτική κυβέρνηση «μούφα», όπως τη χαρακτήρισε. Επομένως, η δεύτερη κάλπη μοιάζει αυτή την ώρα αναπόφευκτη.
Εκλογές: Κλιμακωτό μπόνους
Στη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση το εκλογικό σύστημα προβλέπει κλιμακωτό μπόνους εδρών που ξεκινούν από τη στιγμή που το πρώτο κόμμα κατακτά ένα ποσοστό της τάξεως του 25% και λαμβάνει 20 επιπλέον έδρες. Για κάθε επιπλέον ποσοστό της τάξεως του 0,5% λαμβάνει μία επιπλέον έδρα από το μπόνους. Για να επιτευχθεί ο στόχος της αυτοδυναμίας χρειάζεται η Νέα Δημοκρατία τη δεύτερη Κυριακή των εκλογών να συγκεντρώσει ένα ποσοστό από 37,5% έως 38,5%, αν τα μικρά κόμματα που δεν θα εκπροσωπηθούν στη νέα Βουλή συγκεντρώνουν 8%-10%, όπως στο παρελθόν. Στην περίπτωση αυτή ωστόσο θα επρόκειτο για τη δημιουργία μιας αυτοδύναμης κυβέρνησης με οριακή όμως πλειοψηφία 151 εδρών.
Εκλογές: Το ποσοστό του 39%
Αν και ο εκλογικός νόμος της Νέας Δημοκρατίας καθιστά εξαιρετικά δύσκολο τον σχηματισμό κυβερνήσεων με άνετη πλειοψηφία, όπως αυτή της Νέας Δημοκρατίας, που το 2019 είχε 158 βουλευτές, στο κυβερνητικό επιτελείο θεωρούν ότι μια πλειοψηφία της τάξεως των 153 βουλευτών θα μπορούσε να διασφαλίσει τη σταθερότητα για την προώθηση του κυβερνητικού έργου την επόμενη τετραετία. Ο αριθμός αυτών των εδρών αντιστοιχεί με βάση τον νέο εκλογικό νόμο σε ένα ποσοστό περίπου 39%. Ο στόχος για τη Νέα Δημοκρατία είναι υψηλός, καθώς καλείται να πλησιάσει την εκλογική επίδοση του 2019, όταν είχε συγκεντρώσει 39,85%, με τον ΣΥΡΙΖΑ τότε στο 31,53%, το Κίνημα Αλλαγής στο 8,10%, το ΚΚΕ στο 5,30%, την Ελληνική Λύση στο 3,70% και το ΜέΡΑ25 στο 3,44%.
Εκλογές: Οι δημοσκοπήσεις
Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις του Δεκεμβρίου έδιναν στη Νέα Δημοκρατία ένα ποσοστό περί του 33%-34% στην πρώτη αναμέτρηση. Κυβερνητικά στελέχη εκτιμούν ότι αν το ποσοστό αυτό αποτελέσει τη βάση πάνω στην οποία η κυβέρνηση θα «χτίσει» το τελικό της αποτέλεσμα, τότε ο στόχος για μια αυτοδύναμη και σταθερή κυβέρνηση μπορεί να επιτευχθεί, δεδομένου ότι στο τρίμηνο -το ελάχιστον- που μεσολαβεί μέχρι τις κάλπες το κλίμα πόλωσης θα ενταθεί, τα διλήμματα θα τεθούν πιο επιτακτικά στους πολίτες, ο κίνδυνος της αστάθειας την επόμενη μέρα θα είναι ορατός και παράλληλα η εφαρμογή των κυβερνητικών πρωτοβουλιών κυρίως στον τομέα της οικονομίας -με την εφαρμογή, για παράδειγμα, των αυξήσεων σε συντάξεις και κατώτατο μισθό και του market pass- θα έχει αποφέρει συσπείρωση των παλαιών ψηφοφόρων. Ταυτόχρονα, στο κυβερνητικό επιτελείο σημειώνουν με έμφαση ότι σε αυτή την εκλογική αναμέτρηση οι πολίτες θα έχουν να επιλέξουν ανάμεσα σε δύο πρόσωπα που έχουν ήδη περάσει από την πρωθυπουργική καρέκλα, θεωρώντας ότι σε αυτή την αναμέτρηση κερδισμένος είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης