Ο πόλεμος των Εμού που εκτυλίχθηκε στην Αυστραλία το 1932 αποδείχθηκε ότι ήταν, πέρα από αλλόκοτος, ένας πόλεμος απέναντι σε έναν ανίκητο «εχθρό».
Πάμε όμως να δούμε πως φτάσαμε στην παταγώδη αποτυχία των Αυστραλών και κατά συνέπεια του ανθρώπινου είδους, καθώς ο πόλεμος των Εμού δεν αναφέρεται σε τίποτα περισσότερο, από το γεγονός πως τα συμπαθέστατα πτηνά, «ξαδέρφια» των στρουθοκαμήλων από την μακρινή Ωκεανία, «έβαλαν τα γυαλιά» στους ανθρώπους.
Λίγα λόγια για τον «ανίκητο εχθρό», τα Εμού
Το εμού είναι πτηνό της τάξης των Καζουαριόμορφων και της οικογένειας των Δρομεϊδών (μια οικογένεια που θα έπρεπε να υποψιάσει τους Αυστραλούς για τη δεινότητά τους στο τρέξιμο, αφού αναπτύσσουν ταχύτητα ως και 50 χλμ την ώρα), το μεγαλύτερο ιθαγενές πουλί της Αυστραλίας καθώς και το μόνο σωζόμενο μέλος του γένους Dromaius.
Είναι το δεύτερο μεγαλύτερο πουλί στον κόσμο σε ύψος, μετά από την στρουθοκάμηλο. Υπάρχουν τρία υποείδη εμού στην Αυστραλία.
Το εμού απαντάται στο μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής Αυστραλίας, αν και αποφεύγει τις πυκνοκατοικημένες περιοχές, τα πυκνά δάση, και τις άγονες περιοχές.
Πόλεμος των Εμού: Το χρονικό πριν τη σύγκρουση
Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι εκτάσεις στο δυτικό τμήμα της Αυστραλίας μοιράστηκαν σε 5.000 βετεράνους για να καλλιεργήσουν σιτάρι, κάτι πολύτιμο γι’ αυτούς καθώς δεν είχαν άλλη περιουσία. Όμως δεν ήταν τυχαίο ότι μέχρι τότε αυτές οι εκτάσεις δεν είχαν καλλιεργηθεί.
Αυτές οι περιοχές ήταν το μέρος συγκέντρωσης τεράστιων πληθυσμών Εμού, συμπαθέστατων πτηνών που έφταναν μέχρι και τα 2 μέτρα σε ύψος και κατασπάραζαν ότι φύτρωνε εκεί καθώς τους εμπόδιζαν μήτε τα σκιάχτρα, ούτε οι φράχτες.
Τότε, γεννήθηκε η φαεινή ιδέα στους Αυστραλούς να… πάρουν τα όπλα, κάτι που αργότερα θα μετάνιωναν οικτρά!
Ο εξοπλισμός των βετεράνων
Οι βετεράνοι απευθύνθηκαν στο Υπουργείο Άμυνας της Αυστραλίας, το οποίο τους προμήθευσε με πολυβόλα όπλα, 10 χιλιάδες σφαίρες και τον Ταγματάρχη Όμπρει Μέρεντιθ για να διευθύνει την στρατιωτική επιχείρηση.
Ο πόλεμος των Εμού ξεκίνησε στις 2 Νοεμβρίου 1932 όταν οι βετεράνοι εντόπισαν 50 Εμού και άνοιξαν πυρ, όμως τα πτηνά διασκορπίστηκαν με τεράστια ταχύτητα και εξαφανίστηκαν μέσα στην πυκνή βλάστηση.
Οι βετεράνοι δεν το έβαλαν κάτω και την πρώτη μέρα του πολέμου εξολόθρευσαν 12 πτηνά, αριθμός μάλλον απογοητευτικός καθώς ο συνολικός πληθυσμός των Εμού ανερχόταν σε 20.000.
Δυο μέρες αργότερα, στις 4 Νοεμβρίου, ο Ταγματάρχης έστησε ενέδρα σε κοπάδι 1.000 Εμού όμως το πολυβόλο του κόλλησε και τα πτηνά συνέχισαν ανενόχλητα την πορεία τους.
Η επόμενη φαεινή ιδέα των Αυστραλών ήταν να επιβιβαστούν σε φορτηγά και να πυροβολήσουν εν κινήσει τα Εμού αλλά απέτυχαν ξανά, καθώς δεν μπορούσαν να σημαδέψουν λόγω του ανώμαλου εδάφους.
Στις 8 Νοεμβρίου ο απολογισμός ήταν τραγικός (ή και λαμπρός για τα συμπαθή πτηνά!) καθώς οι βετεράνοι είχαν σπαταλήσει πάνω από 2.000 σφαίρες και είχαν σκοτώσει… 50 Εμού!
Η πρωτοφανής αποτυχία προκάλεσε πολλά αρνητικά σχόλια στον Τύπο, με αποτέλεσμα το Υπουργείο να αποσύρει τη βοήθειά του για να γλιτώσει τον εξευτελισμό.
Πόλεμος των Εμού: Η β’ φάση της επιχείρησης
Στις 12 Νοεμβρίου, μετά από εισήγηση υψηλόβαθμων αξιωματικών, το Υπουργείο έδωσε άδεια να συνεχιστεί ο πόλεμος των Εμού.
Επικεφαλής τέθηκε και πάλι ο Ταγματάρχης Μέρεντιθ, με τις επιδόσεις να βελτιώνονται καθώς από τις 13 Νοεμβρίου μέχρι τις 10 Δεκεμβρίου εξουδετέρωναν 100 πτηνά ημερησίως.
Στην τελική αναφορά του ανέφερε ότι εξουδετερώθηκαν 986 πτηνά με 9.860 σφαίρες, δηλαδή χρειάστηκαν 10 σφαίρες για κάθε Εμού.
Τα αρνητικά σχόλια επεκτάθηκαν και εκτός Αυστραλίας, με αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις να ανασταλούν στις 10 Δεκεμβρίου υπό τον φόβο του αφανισμού των Εμού.
Η ιστορία πάντως έγραψε ότι το ανθρώπινο είδος εξευτελίστηκε και ο πόλεμος των Εμού έληξε με πανηγυρική νίκη των πτηνών που δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να ακολουθούν τους άγραφους νόμους της φύσης.
Αξίζει να σημειωθεί πως τα πτηνά αυτά, με εξαίρεση κάποιες υποείδη τους, κάθε άλλο παρά υπό εξαφάνιση θεωρούνται, γεγονός που δείχνει πως – έστω μια φορά – το μέγα ζιζάνιο που λέγεται άνθρωπος απέτυχε οικτρά.