Και τα 7 μικρά κατσικάκια κλειδαμπαρώθηκαν στο σπίτι και προσπάθησαν να ακούσουν τη μητέρα τους (την κυρά κατσίκα;) να μην ανοίξουν σε κανέναν την πόρτα. Αλλά πόσο μπορεί κανείς να μείνει άπραγος, απαθής, πιστεύοντας πως έτσι δεν θα του συμβεί τίποτα;
Η ζωή, είτε είσαι αμνοερίφιο, αλλά πολύ περισσότερο αν είσαι άνθρωπος – και όχι «ως άνθρωπος», όπως ξεστόμισε ο μεγάλος τροβαδούρος της μακαρονάδας λες και υποδύεται έναν τέτοιο, αλλά στην πραγματικότητα είναι εξωγήινος – έχει μέσα στο κουτί και τις χαρές και τις λύπες. Το μεγάλο πιθάρι που ξεκαπάκωσε η Πανδώρα έκρυβε μέσα του συμφορές, δυσκολίες και πόνο. Έκρυβε και ελπίδα!
Η ζωή, είτε είσαι αμνοερίφιο, αλλά πολύ περισσότερο αν είσαι άνθρωπος έχει μέσα στο κουτί και τις χαρές και τις λύπες.
Άλλωστε, ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του, μήτε τη γνώμη άλλαξε, μήτε την κεφαλή του! Κι όσο τα κατσικάκια έμεναν στα ζεστά του σπιτιού, εκείνος έψαχνε τρόπους να τους κάνει να ανοίξουν την πόρτα. Πολλοί, από το παραμύθι των αδερφών Γρκιμ βγάζουν το συμπέρασμα πως στο τέλος κερδίζει το καλό. Υπάρχει όμως και μια άλλη πτυχή της ίδιας ιστορίας.
Σε αντίθεση με άλλα παραμύθια με κακούς λύκους, εδώ το σαρκοβόρο αρπακτικό του δάσους δεν εισέβαλε με τη βία στο χώρο του θηράματος. Ντύθηκε αρνί αυτός (εντάξει κατσίκα!!) και κατάφερε να πείσει τα εδέσματά του να του στρώσουν μόνα τους το τραπέζι.
Σαν μεγάλη Φάρμα των ζώων βιώνουμε πότε το δράμα των τριών γουρουνιών και πότε τη λαχτάρα που πέρασαν τα επτά κατσικάκια
Σαν μεγάλη Φάρμα των ζώων (και δεν υπάρχει καμία διάθεση υποτιμητική στη λέξη Φάρμα!) βιώνουμε πότε το δράμα των τριών γουρουνιών και πότε τη λαχτάρα που πέρασαν τα επτά κατσικάκια. Κι επειδή στη περίπτωσή μας ο ροδαλός κι αφράτος χοίρος δεν σκοπεύει να αναλάβει την αυτοδιαχείριση του κτήματος σε αυτή τη ζωή, ίσως ούτε και στην επόμενη, πάντα θα επιστρέφουν από την κερκόπορτα οι λύκοι.
Ετούτοι που σαν κτήνη βρέθηκαν πάνω από τη φωτιά, σαν έτοιμοι από καιρό, σα ματσωμένοι, να μοιράζουν «καφετιά» για να μην διαδοθεί η κραυγή της απόγνωσης γύρω από τα καμμένα… που ψαλίδισαν τα στερνά (που ως εκ τούτου δεν τιμούν τα πρώτα) χρόνια των πρεσβυτέρων και έσβησαν με σφουγγάρι την εκκίνηση, την αφετηρία της νιότης.
Εκείνοι που μας πήραν απ’ το χέρι στην πιο σκοτεινή μας στιγμή, μας ανέβασαν στην άκρη του γκρεμού παριστάνοντας τους στοργικούς τσοπάνους και μας τσίγκλησαν να βροντοφωνάξουμε «όχι», μόνο για να μας ρίξουν μια σπρωξιά να πέσουμε σε ένα κενό και άχαρο «ναι»!
Οι άλλοι που ντύθηκαν στα πράσινα, στα κόκκινα, στα κίτρινα και στα μαύρα και τάιζαν χρόνια ολόκληρα χολή και μένος τα δικά τους προβατάκια, που υπνωτίζονταν στη θέα του χορταριού και της δερμάτινης σφαίρας. Πολύχρωμοι λύκοι που τώρα ντύθηκαν αρνιά και κάθισαν γύρω από ένα τραπέζι για να βρουν, τάχα, λύση στη μανία που έχει κυριεύσει τα κοπάδια τους και άρχισαν να τρώει το ένα το άλλο.
Οι λύκοι ντύθηκαν αρνιά κάνουν πως μπεμπενίζουν κι όσοι τους είδαν σαν ψητά στον Άδη αρμενίζουν
«Οι λύκοι ντύθηκαν αρνιά κάνουν πως μπεμπενίζουν κι όσοι τους είδαν σαν ψητά στον Άδη αρμενίζουν» λέει το τραγουδάκι που υπέγραφε πριν από 25 χρόνια ο Μανώλης Ρασούλης. Το ίδιο όμως σατιρικό άσμα λέει και κάτι άλλο: «Κακοί ντυθήκανε καλοί και πιάσαν εξουσία, Αυτοί που ξεγελάστηκαν φταίγανε κατ’ ουσία».