Ο επίκουρος καθηγητής Επιδημιολογίας και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Γκίκας Μαγιορκίνης αναφέρθηκε στην εμφάνιση των νέων υποπαραλλαγών του κορονοϊού, BQ.1, BQ1.1, που προέρχονται από την παραλλαγή Β5 της μετάλλαξης «Όμικρον» και οι οποίες έχουν καταγραφεί σε αρκετές χώρες και την τελευταία εβδομάδα εντοπίστηκαν και στην Ελλάδα.
«Οι νέες παραλλαγές είναι κάτι σχετικά αναμενόμενο και είναι θετικό ότι από πέρσι τον Δεκέμβριο οι παραλλαγές που έρχονται είναι “παιδιά” της Όμικρον και όχι ενός διαφορετικού κλάδου, όπως βλέπαμε σε προηγούμενά κύματα. Αυτό είναι ένα καλό σημείο ένδειξης ότι η επιδημία γίνεται όλο και πιο προβλέψιμη», τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο επίκουρος καθηγητής Επιδημιολογίας και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Γκίκας Μαγιορκίνης. Προς το παρόν, σημειώνει, δεν εμπνέουν ανησυχία, «αλλά δεν είναι και κάτι που θα υποτιμήσουμε».
Ποιο είναι το κύριο σενάριο;
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, η επιδημιολογική αύξηση των υποστελεχών BQ.1, BQ1.1 είναι αναμενόμενο, καθώς ο ιός Sars-Cov-2 θα συνεχίζει να μεταλλάσσεται και να γίνεται ακόμα πιο μεταδοτικός. Το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων της ΕΕ (ECDC), ανέφερε ότι σε ποσοστό πάνω από 50% των λοιμώξεων SARS-CoV-2 θα οφείλονται σε BQ.1/BQ.1.1. έως το Δεκέμβριο και έως 80% μέχρι τον Φεβρουάριο του 2023.
«Μέχρι στιγμής ξέρουμε ότι έχουν ένα πλεονέκτημα γύρω στο 30% σε σχέση με τη “μητέρα” παραλλαγή Β5, διότι και αυτές είναι “παιδιά” της. Αυτό λογικά θα οδηγήσει σε επικράτηση τους, αυτή είναι η πρόβλεψη και το κύριο σενάριο. Το πόσο έντονη θα είναι η χειμερινή έξαρση ως αποτέλεσμα αυτών των υποπαραλλαγών είναι δύσκολο να εκτιμήσουμε. Προς το παρόν δεν βλέπουμε κάτι δραματικό σε άλλες χώρες που προηγούνται εμάς», τόνισε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Γκίκας Μαγιορκίνης.
Σχετικά με την μεταδοτικότητα, είπε ότι «πηγαίνει χέρι- χέρι με τη διαφυγή από την ανοσία» και όπως «φαίνεται σε ένα σημαντικό ποσοστό διαφεύγει». Δηλαδή οι BQ.1/BQ.1.1 διαφεύγουν περισσότερο απ’ ότι η Β5 σε σχέση με την οποιαδήποτε ανοσία υπάρχει αυτή τη στιγμή στον πληθυσμό. Όπως αναφέρει ο καθηγητής υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες ανοσίας. Η μία είναι η λεγόμενη αποστειρωτική, δηλαδή η ανοσία όπου δεν κολλάς καθόλου και η άλλη η ανοσία έναντι βαριάς νόσου. «Η αποστειρωτική φθίνει σημαντικά και το γνωρίζουμε και αυτό είναι η διαφυγή ανοσίας που βλέπουμε. Η ανοσία όμως έναντι βαριάς νόσου και θανάτου, είναι σημαντική και παραμένει».
Οι άνω των 60 ετών που κινδυνεύουν και περισσότερο, συμπληρώνει είναι εξαιρετικά σημαντικό να φρεσκάρουν την ανοσία τους με τα επικαιροποιημένα εμβόλια. Ο κ. Μαγιορκίνης τονίζει ότι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού έχει ανοσία. «Το καλοκαίρι μολύνθηκε πάνω από το 50% του πληθυσμού με τις παραλλαγές Β4/5 της Όμικρον και δεν είδαμε κάποια ιδιαίτερη πίεση στο σύστημα υγείας. Νομίζω ότι έχουμε φτάσει στο ταβάνι, δηλαδή το καλοκαίρι είδαμε το μάξιμουμ που θα μπορούσαμε να δούμε και επειδή, τα εμβόλια και οι θεραπείες που έχουμε αντιμετωπίζουν τη νόσο πολύ αποτελεσματικά, δεν βλέπω πίεση στο σύστημα υγείας η οποία θα οδηγούσε στη λήψη οριζόντιων μέτρων προστασίας». Άλλωστε, συμπληρώνει, μετά από 2,5 χρόνια πανδημίας ο κόσμος γνωρίζει πώς θα προστατευθεί.
Η αποτελεσματικότητα των μονοκλωνικών αντισωμάτων
Ο κ. Μαγιορκίνης εξηγεί ότι «τα μονοκλωνικά αντισώματα ως θεραπευτικά σχήματα είναι σε έναν αγώνα δρόμου έναντι των παραλλαγών, διότι είναι μια τεχνητή ανοσία και οι νέες παραλλαγές διαφεύγουν από αυτή. Κάθε φορά χρειάζονται επικαιροποίση. Φαίνεται ότι στις συγκεκριμένες υποπαραλλαγές κάποια από τα μονοκλωνικά που ήταν δραστικά για προηγούμενα στελέχη δεν είναι πλέον. Καθώς τα νέα στελέχη θα εξαπλώνονται, λογικά θα υπάρξουν νέα μονοκλωνικά, τα οποία θα την καλύπτουν».