Λίγες φωνές έχουν συνδέσει τόσο το όνομά τους με την ελληνική αντίσταση στην ιταλική και μετέπειτα τη γερμανική μπότα, κατά την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όσο η Σοφία Βέμπο. Η «τραγουδίστρια της Νίκης», όπως χαρακτηρίστηκε από τον Τύπο της εποχής κατάφερε να βάλει μουσική στην εποποιία του ’40 στα ελληνοαλβανικά σύνορα, όπου ο ελληνικός στρατός κατατρόπωσε τους Ιταλούς.
Η Σοφία Βέμπο (Μπέμπου ήταν το πραγματικό της επίθετο και επέλεξε να υιοθετήσει το «Βέμπο» κάνοντας και τις απαραίτητες νόμιμες διαδικασίες επειδή έτσι είχε συνηθίσει να προφέρει το όνομά της το κοινό), γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου του 1910 στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης.
Το φτωχό κορίτσι της προσφυγιάς
Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στην Τσαριτσάνη του νομού Λάρισας και κατόπιν στο Βόλο, όπου οι γονείς της εργάστηκαν ως καπνεργάτες. Στο Βόλο η Έφη Μπέμπο, όπως αρεσκόταν να λέγεται, μετά τις εγκύκλιες σπουδές της αναγκάστηκε λόγω φτώχειας να δουλεύει για να βοηθήσει την οικογένειά της.
Έτσι ξεκίνησε να δουλεύει ταμίας στο κατάστημα «Φλωρία» του Βόλου. Παράλληλα, της άρεσε η μουσική και αγοράζοντας μία κιθάρα άρχισε να εξασκείται σ’ αυτή με τη βοήθεια της φίλης της Μαρίτσας Χασάπη.
Ξεκίνησε την καλλιτεχνική της πορεία τυχαία το 1930, τραγουδώντας σ’ ένα ζαχαροπλαστείο της Θεσσαλονίκης για να συνεισφέρει οικονομικά στο σπίτι της. Τον Σεπτέμβριο του 1933 αποφάσισε να πάει στη Θεσσαλονίκη να βρει τον αδελφό της Τζώρτζη που σπούδαζε εκεί, και που είχε καιρό να στείλει γράμμα.
Έτσι, παίρνοντας την κιθάρα της επιβιβάστηκε στο Α/Π Κεφαλληνία, και στη διάρκεια του ταξιδιού της άρχισε με την κιθάρα της το τραγούδι. Σε ελάχιστο χρόνο όλοι οι επιβάτες του πλοίου και το πλήρωμα βρίσκονταν γύρω της και την χειροκροτούσαν ενθουσιασμένοι από τη φωνή της. Αυτή θεωρητικά ήταν και η πρώτη δημόσια εμφάνιση της Σοφίας.
Στη συνέχεια υπέγραψε και το πρώτο της συμβόλαιο στη δισκογραφική εταιρία Columbia, ερμηνεύοντας ερωτικά τραγούδια της εποχής και λόγω της ιδιαίτερης μπάσας φωνής της η καταξίωση δεν άργησε να έρθει, όπως γράφει το sansimera.
Τον Ιανουάριο στο θέατρο Μουντιάλ έχει ανέβει η επιθεώρηση Παύσατε πυρ, όπου η Σοφία Βέμπο τραγουδά τη νέα της επιτυχία Το καινούργιο φεγγάρι, των Α. Σακελλάριου και Γ. Κυπαρίσση. Στην επιθεώρηση εκείνη, η Σ. Βέμπο γνώρισε και τη Γεωργία Βασιλειάδου, την οποία υποσχέθηκε να βοηθήσει, διαβλέποντας το ταλέντο της.
Λίγο αργότερα, το τραγούδι Ψαροπούλα, των Χ. Γιαννακόπουλου και Χ. Χαιρόπουλου, γίνεται η νέα μεγάλη επιτυχία. Το ίδιο καλοκαίρι ανεβαίνει η επιθεώρηση Βραδινές τρέλες, στην οποία η Βέμπο τραγουδά το υπέροχο βαλς Το πρωί με ξυπνάς με φιλιά, των Χ. Γιαννακόπουλου και Γ. Κυπαρίσση. Ώσπου την καλλιτεχνική της πορεία διακόπτουν οι σειρήνες του πολέμου.
Η «τραγουδίστρια της Νίκης»
Με την κήρυξη του πολέμου το 1940 ανέλαβε την εμψύχωση των Ελλήνων στρατιωτών στο μέτωπο με πατριωτικά και σατυρικά τραγούδια, ενώ πρωταγωνίστησε σε επιθεωρήσεις που προσάρμοζαν το θέμα τους στην πολεμική επικαιρότητα.
Όταν τα ναζιστικά στρατεύματα εισήλθαν στην Αθήνα φυγαδεύτηκε στη Μέση Ανατολή, όπου συνέχισε να τραγουδά για τα εκεί ελληνικά και συμμαχικά στρατεύματα. Έγινε σύμβολο του έθνους, ταύτισε το όνομά της με το αλβανικό έπος και χαρακτηρίστηκε «Τραγουδίστρια της Νίκης».
Η Βέμπο όταν ξεκίνησε ο πόλεμος
Στις 28 Οκτωβρίου του 1940 στις 10.00 το πρωί, ο εκφωνητής Κώστας Σταυρόπουλος διακόπτει τη ροή του προγράμματος και προβαίνει στην ιστορική ανακοίνωση της επίθεσης των ιταλικών δυνάμεων κατά της Ελλάδας και την άμυνα των ημετέρων. Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος είχε αρχίσει.
Η Βέμπο τραγουδά σατιρικά και πολεμικά τραγούδια και γίνεται η εθνική φωνή που εμψυχώνει τους Έλληνες στρατιώτες στο μέτωπο και συγκλονίζει το πανελλήνιο.
Την ίδια εποχή, σε μία συμβολική πράξη, προσφέρει στο Ελληνικό Ναυτικό 2.000 χρυσές λίρες. Με την είσοδο των ναζιστικών στρατευμάτων στην Αθήνα φυγαδεύεται μεταμφιεσμένη σε καλόγρια στη Μέση Ανατολή, όπου συνεχίζει να τραγουδά για τα εκεί ελληνικά και συμμαχικά στρατεύματα.
Η άγνωστη ιστορία του τραγουδιού «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά»
Ένα από τα τραγούδια που χαράχτηκαν ανεξίτηλα στο έπος του ‘40 και τραγουδιέται μέχρι σήμερα στην επέτειο της 28ης Οκτωβρίου είναι το «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά» σε στίχους του Μίμη Τραϊφόρου και η μουσική του Μιχάλη Σουγιούλ.
Ήταν το πρώτο τραγούδι του έπους του ’40, εκείνο που εκτόξευσε την καριέρα της Βέμπο. Το τραγούδι είναι στην ουσία η «Ζεχρά» του 1938 (στίχοι Αιμίλιου Σαββίδη, μουσική Μιχάλη Σουγιούλ, πρώτη εκτέλεση Σοφία Βέμπο), στο οποίο άλλαξε τους στίχους ο Τραϊφόρος το 1940 και έγινε το «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά».
Λέγεται ότι στους τελευταίους στίχους του διάσημου κομματιού ο Μίμης Τραϊφόρος είχε γράψει: «Αν δεν ρθήτε νικηταί, να μην έρθετε ποτέ». Ο στίχος αυτός φάνηκε σκληρός στην Βέμπο και έπεισε τον Τραϊφόρο να αλλάξει τους στίχους μετατρέποντάς τους σε: «Με της νίκης τα κλαδιά, σας προσμένουμε παιδιά».
Το «Παιδιά της Ελλάδος Παιδιά» υπήρξε η αφετηρία του μεγάλου έρωτα της Σοφίας Βέμπο και του Μίμη Τραϊφόρου, ο οποίος τη λάτρεψε μέχρι τον θάνατό της.
Τη βραδιά του Πολυτεχνείου το 1973, η Βέμπο ανοίγει το σπίτι της και κρύβει φοιτητές, τους οποίους αρνείται να παραδώσει όταν η ασφάλεια χτυπά την πόρτα της.
Η εμφάνισή της στην εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο Καλλιμάρμαρο για την επάνοδο της Δημοκρατίας, τραγουδώντας Παιδιά της Ελλάδος παιδιά, / και τα τανκς γονάτισαν εκείνη τη νύχτα ήρθε να απαλύνει τις θλιβερές εντυπώσεις από την παρουσία της πάνω στα κακόγουστα άρματα στις φιέστες των συνταγματαρχών λίγα χρόνια πριν στον ίδιο χώρο. Η μεγάλη καλλιτέχνις άλλαξε τότε για μια ακόμη φορά τους στίχους του ηρωικού πλέον τραγουδιού της για να υμνήσει τους αγωνιστές του Πολιτεχνείου:
«Τώρα η σκέψη μου πηγαίνει μες στα μαύρα βουτηγμένη και με βήμα αργό, στου Πολυτεχνείου τα νιάτα που όρμησαν φωτιά γιομάτα στο φασίστα εχθρό»
Σε καμάρωσα αγόρι, κοπελιά μοναχοκόρη και έκανα μια ευχή, τέτοιους γιους να ‘χα αναθρέψει, τέτοιες κόρες να ‘χα θρέψει, μάνα τυχερή.
Παιδιά τιμημένα παιδιά, και τα τανκς γονατίσαν κείνη τη βραδιά, παιδιά απ’ αυτή τη βραδιά ανασαίνει η Ελλάδα έφυγε η σκλαβιά»
Πέθανε στις 11 Μαρτίου του 1978 και η κηδεία της μετατρέπεται σ’ ένα πάνδημο συλλαλητήριο.