«Η Ελλάδα μισεί όσους την αγαπάνε»: Είναι μια φράση που μου είχε πει ο συγχωρεμένος ο παππούς μου όταν ήμουν μικρός και η Δίκη των Δικαστών είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμά της.
Ήταν 24 Σεπτεμβρίου του 1834 όταν οι δικαστές Γεώργιος Τερτσέτης και Αναστάσιος Πολυζωίδης κάθονταν στο Εδώλιο. Πριν όμως από τη Δίκη των Δικαστών, είχε προηγηθεί μια άλλη δίκη. Η Ελληνική Επανάσταση είχε τελειώσει, η Ελλάδα ήταν ξανά επίσημο κράτος και αρκετοί αγωνιστές του 1821 βρέθηκαν στο «μάτι του κυκλώνα», λόγω και της δυσαρέσκειας που υπήρχε γι’ αυτούς από την βαυαρική αντιβασιλεία.
Ο Κολοκοτρώνης, αν και πρωτοστάτησε στα γεγονότα για την εκλογή του Όθωνα, με την έλευση του τελευταίου το 1832, έγινε στόχος συκοφαντιών εκ μέρους των πολιτικών του αντιπάλων, κυρίως του Ι. Κωλέττη, ενώ η φιλοκαποδιστριακή και φιλορωσική του στάση ήταν αυτή που προκαλούσε προβληματισμό την βαυαρική αντιβασιλεία.
Ο «Γέρος του Μοριά» από την πλευρά του, όταν ήρθαν οι Βαυαροί αποτραβήχτηκε λίγο έξω από το Ναύπλιο, σε ένα ταπεινό σπιτάκι στην Πρόνοια, κοντά στην εκκλησία του Άι-Θεόδωρου που ο ίδιος έκτισε.
«Ό,τι μπορούσα έκανα», γράφει στη σελίδα 196 των απομνημονευμάτων του, που υπαγόρευσε στον Τερτσέτη.
«Έκαμα το χρέος μου προς την πατρίδα και εγώ και όλη η φαμελιά μου. Είδα την πατρίδα μου ελεύθερη, είδα εκείνο οπού ποθούσα και εγώ και ο πατέρας μου και ο πάππος μου και όλη η γενεά μου, καθώς και όλοι οι Έλληνες. Απεφάσισα να πάω εις ένα περιβόλι, οπού είχα έξω από τ’ Ανάπλι. Επήγα, εκάθισα και απερνούσα τον καιρό μου καλλιεργώντας, και ευχαριστούμην να βλέπω να προοδεύουν τα μικρά φυτά οπού εφύτευα».
Έκαμα το χρέος μου προς την πατρίδα και εγώ και όλη η φαμελιά μου. Είδα την πατρίδα μου ελεύθερη
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Εκεί περνούσε κατάμονος τις ώρες του ο Κολοκοτρώνης, γιατί μετά τον ερχομό του Όθωνα σκόρπισε όλα τα παλληκάρια του. «Πηγαίνετε στο καλό, τους είπε, και να καθίσετε ήσυχοι στα σπίτια σας. Τώρα που ήρθε ο βασιλιάς θα γνωρίσει τους ανθρώπους και τα πράματα του τόπου μας και θ’ ανταμείψει τον καθένα κατά τις πράξεις του και τη δούλεψή του».
Ο Κολοκοτρώνης συνελήφθη στις 6 Σεπτεμβρίου 1833 μαζί με τον Πλαπούτα, τον Τζαβέλα, τον Νικηταρά και άλλους στρατιωτικούς με την κατηγορία ότι ετοίμαζαν συνωμοσία για την ανατροπή του ανήλικου βασιλιά Όθωνα. Ο Κολοκοτρώνης φυλακίσθηκε στο Παλαμήδι σε ηλικία 63 ετών. Λίγο αργότερα η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη.
Η Δίκη του Κολοκοτρώνη
Η δίκη του Κολοκοτρώνη έγινε στο παλιό τζαμί του Ναυπλίου, της πρώτης πρωτεύουσας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Κράτησε πολλές μέρες και τελείωσε στις 26 Μαϊου 1834.
Στο εδώλιο του κατηγορουμένου βρέθηκαν εκτός από το Γέρο του Μοριά και ο ξάδελφός του Δημήτρης Πλαπούτας, πρωτεργάτης κι αυτός της επανάστασης του 1821, ο Κίτσος Τζαβέλας και μερικοί ακόμα αγωνιστές.
Η ποινή για τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα ήταν θανατική εκτέλεση στη λαιμητόμο, εντός 24 ωρών. Στο άκουσμά της, ο πρώτος σταυροκοπήθηκε, ο δεύτερος αναλύθηκε σε λυγμούς. Το ακροατήριο έμεινε άναυδο.
«Άδικα σε σκοτώνουν στρατηγέ…», ψιθύρισε στον Κολοκοτρώνη ένα από τα παλικάρια του, που του συμπαραστεκόταν.
Η Ιστορία δεν έγραψε το όνομά του. Όμως κατέγραψε την απάντηση που έδωσε ο αγέρωχος πολέμαρχος: «Γι’ αυτό λυπάσαι; Καλύτερα να σε σκοτώνουν άδικα, παρά δίκαια!».
Πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν ο Αναστάσιος Πολυζωίδης καταγόμενος από το Μελένικο Σερρών, της τουρκοκρατούμενης Μακεδονίας. Απ όσα είχε ακούσει αυτές τις μέρες ήταν σχεδόν βέβαιος για την ενοχή των κατηγορουμένων.
Οι Βαυαροί αντιβασιλείς είχαν καταφέρει να πείσουν ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας ότι οι κατηγορούμενοι ήταν ένοχοι εσχάτης προδοσίας.
Ήθελαν, λέει, να ανατρέψουν τον ανήλικο Όθωνα, και να επιβάλουν τη δική τους καταστροφική τάξη πραγμάτων.
Μέλη του δικαστηρίου ήταν οι Γ. Τερτσέτης, ο Δ. Σούτσος, ο Α. Βούλγαρης και ο Φ. Φραγκούλης. Ο αντιβασιλέας Μάουερ είχε εκ των προτέρων αποφασίσει να πάρει τα κεφάλια των δύο ηρώων. Για την ευόδωση των σκοπών του χρησιμοποίησε τον υπουργό Δικαιοσύνης Κ. Σχινά και τον εισαγγελέα της έδρας, κάποιον Μάσoν.
Η Δίκη των Δικαστών: Οι δικαστές που αρνήθηκαν να υπογράψουν τη θανατική καταδίκη του Κολοκοτρώνη
Όταν η ακροαματική διαδικασία ολοκληρώθηκε, ο Πολυζωίδης ως πρόεδρος κάλεσε το δικαστήριο σε διάσκεψη. Ο Μάουερ ήθελε να τελειώσει με συνοπτικές διαδικασίες η διάσκεψη. Συνέβη, όμως, ο Πολυζωίδης να έχει σχηματίσει ακλόνητη δικαστική πεποίθηση ότι οι κατηγορούμενοι ήταν αθώοι.
Πρώτος πήρε τον λόγο ο Τερτσέτης και μίλησε για την αθωότητα των δύο πολέμαρχων. Ο Σούτσος που ήταν γαμπρός του Σχινά, ψήφισε υπέρ της καταδίκης σε θάνατο. Το ίδιο και οι Βούλγαρης, Φραγκούλης. Μέχρι στα γόνατά τους έπεσαν ο Πολυζωίδης και ο Τερτσέτης για να τους μεταπείσουν.
Εκείνοι έσπευσαν στον υπουργό Δικαιοσύνης για να δουν τι θα κάνουν. Έγινε έξαλλος. Τους διέταξε να επιστρέψουν στην αίθουσα συσκέψεων. Ταυτόχρονα έστειλε αστυνομικούς κλητήρες για να φέρουν πίσω τους δύο αντιρρησίες, που στο μεταξύ είχαν γυρίσει στα σπίτια τους.
Ο Σχινάς συνεννοείται με τον Μάουερ, σπεύδει με την επίσημη στολή του στο δικαστήριο και διατάσσει τους δύο διαφωνούντες να υπογράψουν τη θανατική καταδίκη. «Εν ονόματι του βασιλέως σας διατάσσω να υπογράψετε την απόφαση», φωνάζει.
«Προτιμώ να μου κόψετε το χέρι!», απαντά ο Πολυζωίδης.
«Δεν θα με έχετε συνεργό στον φόνο δύο αθώων ανθρώπων», λέει ψύχραιμα ο Τερτσέτης.
Έξαλλος ο υπουργός Δικαιοσύνης παραγγέλνει στους αστυνομικούς κλητήρες να χρησιμοποιήσουν τις ξιφολόγχες για να σύρουν τους δύο νομικούς στην αίθουσα του δικαστηρίου. Οι χωροφύλακες εκτελούν την εντολή, τους χτυπούν, τους σκίζουν τα ρούχα.
Την απόφαση διάβασε ο Σούτσος, ενώ ο Πολυζωίδης κρατούσε το κεφάλι του ανάμεσα στις παλάμες του.
Ο λαός δεν ξέχασε ποτέ εκείνη τη μαύρη νύχτα! Το βράδυ της Κυριακής βγήκε για περίπατο ολόκληρο τ’ Ανάπλι. Όλοι χαιρετούσαν τους Πολυζωίδη και Τερτσέτη, μεταξύ τους και ο Νικηταράς ο τουρκοφάγος! Οι δυο άνδρες θα οδηγούνταν αργότερα στη δίκη των δικαστών.
Οι θερμές αυτές εκδηλώσεις στάθηκαν στην πραγματικότητα μια αποδοκιμασία όλων των τάξεων στο έγκλημα που ετοίμαζαν. Βούλγαρης, Σούτσος και Φραγκούλης δεν βγήκαν για περίπατο εκείνο το απόγευμα της Κυριακής.
Η απόφαση προκάλεσε μεγάλο σάλο. Λίγες ώρες αργότερα η βαυαρική αντιβασιλεία υποχρεώθηκε να μετατρέψει την ποινή σε κάθειρξη. Με την ενηλικίωσή του ο Όθων -αυτός «ο νεαρός Βαυαρός βλαξ», όπως τον αποκαλούσε ο Κάρολος Μαρξ- έδωσε χάρη.
Δεν ήξερα τόσους μήνες τι γίνεται έξω, ποιος ζει, ποιος πεθαίνει, ποιον άλλον έχουν φυλακισμένο. Δεν ήξερα γιατί μ έχουν φυλακισμένο
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Στο μεταξύ, ο Κολοκοτρώνης έτυχε στις φυλακές μεταχείρισης που δεν του είχαν επιφυλάξει ούτε οι Τούρκοι διώκτες του. Έζησε για εννιά μήνες στα μπουντρούμια των μεσαιωνικών φυλακών στο Παλαμήδι και την Ακροναυπλία.
Στα απομνημονεύματά του, που διηγήθηκε στον Τερτσέτη ο Κολοκοτρώνης αναφέρει με πόνο:
«Μ’ έβαλαν εννέα μήνες φυλάκιση, χωρίς να βλέπω κανέναν εκτός από τον δεσμοφύλακά μου. Δεν ήξερα τόσους μήνες τι γίνεται έξω, ποιος ζει, ποιος πεθαίνει, ποιον άλλον έχουν φυλακισμένο. Δεν ήξερα γιατί μ έχουν φυλακισμένο. Ποτέ δεν πίστευα ότι θα φτάσουν σε τέτοιο σημείο να φτιάξουν ψευδομάρτυρες».
Η Δίκη των Δικαστών
Η δίκη των Πολυζωίδη και Τερτσέτη ή όπως έμεινε στην ιστορία, δίκη των δικαστών, έγινε στο Ναύπλιο τον Σεπτέμβριο του 1834. Επίτροπος- Εισαγγελέας ήταν και πάλι ο Μάσσον.
Ήρθε η ώρα των απολογιών, στη δίκη των δικαστών, στο βήμα ο Τερτσέτης, και αρχίζει:
«Πατρίδα μας έχομεν το ανθρώπινο γένος…»
«Δεν είμαι από την Σπάρτη, δεν είμαι Αθηναίος, πατρίδα μου έχω όλην την Ελλάδα. Τοιουτοτρόπως εκφράζεται ο γενναίος Πλούταρχος, είναι σχεδόν δύο χιλιάδες έτη, εις ένα των συγγραμμάτων του.
Ημείς γεννημένοι εις πλέον ευτυχισμένην εποχήν, δηλαδή όταν η θρησκεία και η φιλοσοφία εφώτισαν, εκήρυξαν, εσφράγισαν το δόγμα της αγάπης και της ισότητος, δυνάμεθα να ειπούμεν, ότι ημείς δεν είμεθα ούτε από την Ελλάδα, ούτε από την Ιταλία, ούτε από την Γερμανία, ούτε από την Αγγλία, πατρίδα μας έχομεν το ανθρώπινο γένος. Όση γη περιαγκαλιάζει ο εύμορφος αιθέρας είναι αγαπητή μας πατρίδα.
ημείς δεν είμεθα ούτε από την Ελλάδα, ούτε από την Ιταλία, ούτε από την Γερμανία, ούτε από την Αγγλία, πατρίδα μας έχομεν το ανθρώπινο γένος
Γεώργιος Τερτσέτης, στη Δίκη των Δικαστών
Αν αυτοί οι στοχασμοί δεν αρέσουν εις τον Επίτροπον, ολίγον φρονώ. Φθάνει μου οπού αρέσουν εις τούτους τους Δικαστάς, εις τούτο το Ελληνικόν Ακροατήριον.
Αυτό το προοίμιον όμως αξιόλογα ταιριάζει εις την απολογία μας, επειδή αν ημείς εγκαλούμεθα από τον Επίτροπον, αν αυτός μας φοβερίζει φυλακισμόν, το αίτιον είναι η σφοδρή μας λατρεία προς την δικαιοσύνην, εις καιρούς τους οποίους κάλλιστα γνωρίζετε.
Και η δικαιοσύνη δεν είναι προνόμιον, είναι ιδιοκτησία της ανθρωπότητος και αρμόζει λοιπόν να αναφέρωμεν ημείς σήμερον, ως εις βοήθειαν μας, το όνομα του ανθρώπινου γένους, αφού δια αυτό αγωνίσθημεν.
…Δικαιολογούμαι ακόμη αν ως εύμορφο μέτωπον της απολογίας μας θέτω το όνομα της ανθρωπότητος, καθότι και η κατηγορία μας δύναται να θεωρηθεί ως συγκρατουμένη με την δίκην των δύο οπλαρχηγών.
τα ονόματα των δύο καταδικασμένων ανδρών κατεγράφησαν προ καιρού εις τα χρονικά του κόσμου και αυτοί πολύ ίδρωσαν δια την αναγέννησιν του έθνους
Ως θέλει ο Επίτροπος, αμαρτήσαμεν, ενώ αυτοί εκρίνοντο και τα ονόματα των δύο καταδικασμένων ανδρών κατεγράφησαν προ καιρού εις τα χρονικά του κόσμου και αυτοί πολύ ίδρωσαν δια την αναγέννησιν του έθνους και η ανάστασις, η εμφάνισις ενός έθνους εις την γην είναι ένα συμβάν μεγάλο και με παγκόσμια και παντοτινά αποτελέσματα. Αθάνατος ο αγώνας και αθάνατοι οι στεφανοφόροι του αγώνος».
Έτσι άρχισε τη συγκλονιστική του απολογία ο Τερτσέτης, στη δίκη των δικαστών, απευθυνόμενος κυρίως στον Επίτροπο Μάσσον και όσους κρύβονταν πίσω απ΄ αυτόν. Με τον ίδιο τόνο συνέχισε απαντώντας και ανατρέποντας μια προς μια τις κατηγορίες.
Διαλέγουμε ορισμένα ακόμη αποσπάσματα από την απολογία του Τερτσέτη, η οποία στο σύνολο της αποτελεί μια πολύτιμη παρακαταθήκη στον αγώνα για τα πανανθρώπινα ιδανικά της ελευθερίας και της δικαιοσύνης.
«… Πως θα ημερώσεις την κατάρα που θα ξεφωνίσουν οι δύο στρατιώτες της Επαναστάσεως, γονατίζοντας να βάλουν το κεφάλι τους εις τον χαλκά της Γιλοτίνας;
49 χρόνους ο γεροντότερος των δύο με τουφέκι ακοίμητο επολεμούσε τους εχθρούς, και βασαν τον πολιτισμόν και τους νόμους εις την Ελλάδα, και ο νόμος που φανερά φανερά τους βοηθούσε, δεν προσαρμόσθηκε εις βοήθειαν τους;
Ποιος είσαι εσύ που με το πρόσχημα της παιδείας έλαβες από την Βασιλεία επάγγελμα τόσον επικίνδυνο διά την τιμή και ζωή των υπηκόων; Ποιός είσαι εσύ, που παίζεις με ημάς εις την γην της γεννήσεως μας;
Ποιός είσαι εσύ, που παίζεις με ημάς εις την γην της γεννήσεως μας;
Αλλ΄ εκτός των αιτιολογημάτων τούτων που αποδείχνουν νομιμότερο, δικαιότερο και ωφελιμότερο το να μην υπογράψομεν, παρά να συμψηφίσομεν με τους τρεις, συνέπεσε και άλλο αίτιο ισοδύναμο ή και ανώτερο του νομικού λόγου, το οποίο μας απέκλεισε όλως διόλου να πάρομε μέρος εις την καταδικαστικήν απόφασιν, και το αίτιον αυτό είναι: Ο Εθνισμός μας.
…Ο Εθνισμός μας σύγκειται από δύο στοιχεία καθαρά και αιώνια: από αγάπη προς τον Βασιλέα και από αγάπη προς την πατρίδα.
Μετά την εχθρικήν επέμβασιν του Υπουργού, ο Εθνισμός ενός Έλληνος δεν εσυμβιβάζετο πλέον με την υπογραφή του θανάτου δύο οπλαρχηγών.
Ο θεατής λαός του Ναυπλίου και της Ελλάδος ήθελεν ειπεί, και δικαίως πιστεύσει, αν υπογράφομεν, ότι εις τες πρώτες ημέρες της Βασιλείας αποκεφαλίζονται οι υπήκοοι από την επιρροή του Υπουργείου, και η πατρίδα πως θα μας θεωρούσε;
Ω! Δικασταί, θα μας έλεγε, πως εστέρξατε να θανατώσετε δύο τέκνα μου, όταν ο νόμος και ο τύπος του νόμου δεν το συγχωρούσαν;
Ή πριν έλθει ο Υπουργός, ο νόμος και ο τύπος του νόμου δεν το συγχωρούσαν, αλλ΄ αφού ήλθε ο Υπουργός και είδατε τες λόγχες, ο νόμος και ο τύπος του νόμου το συγχώρησαν;
Ω! Φονείς των τέκνων μου, και πως αν δεν είχατε καρδιά να φυλάξετε με κίνδυνο τη ζωής σας αναμάρτητον τον Βασιλέα σας, και αμόλυντη την πατρίδα σας, πως με όλον τούτο το υποσχεθήκατε δεχόμενοι να είσθε εξηγηταί των νόμων;
Πόσον διαφέρετε από εκείνα τα τέκνα μου, τα οποία έλυωσαν ευχαρίστως σαν το κερί δια εμέ εις τες σούβλες του εχθρού ή τον τόπον πούχαν στα ζώντα τους εις την μάχην, τον φυλάττουν ακόμη κόκκαλα λευκά και άταφα.
Ο Εθνισμός μας, ω Επίτροπε είναι θεμελιωμένος εις τα αίματα οκτακοσίων χιλιάδων Ελλήνων φονευμένων εις τον αγώνα και δεν ήταν θέλημα θεού ημείς εις την 26 Μαϊου να φθάσωμεν εις τόσην αναισθησίαν, ώστε να εξαλείψει την λατρείαν του Εθνισμού από τα σπλάχνα μας η επωμίδα του Υπουργού».
Τι ήτον η Επανάστασις μας; Ήτον άλλο παρά μια ορμή προς τον πολιτισμόν, πόθος να χαρούμεν τους καρπούς του;
«Τι ήτον η Επανάστασις μας; Ήτον άλλο παρά μια ορμή προς τον πολιτισμόν, πόθος να χαρούμεν τους καρπούς του; Και τι άλλο ήτον η μη υπογραφή μας; Αλλά δια να ιστορήσω καλύτερα τον στοχασμόν μου ακούσατε:
Ολίγον μακράν από την περιβόητον νήσον της Υδρας είναι νησίδιον όπου λέγουν ότι ετάφη ο Δημοσθένης. Εκεί, είναι τρεις χρόνοι, ευρισκόμενος Άγγλος τις περιηγητής είπε προς άνδρα χωρικόν: Να ήξευρες εδώ τι άνθρωπος κοιμάται. Ο χωρικός αποκρίνεται: Δεν είναι εδώ, λείπει. Που λείπει; Πως δεν είναι εδώ; Λέγει ο ΄λος. Λείπει εις την Ευρώπη, απεκρίθη ο χωρικός, και μέραν με την ημέραν τον περιμένομεν.
Εννοούσε να ειπεί μ΄αυτά τα λόγια ο χωρικός, ότι εγνώριζε ποιος ήταν εκεί θαμμένος. Εγνώριζε, ότι από τους προγόνους μας εφωτίσθησαν οι Ευρωπαίοι. Εγνώριζεν ότι από αυτούς τώρα περιμένομεν σοφίαν και Δικαιοσύνη και ότι δι΄αυτά τα αγαθά αγωνίσθησαν τα τέκνα των Ελληνίδων μητέρων. Από την απόκρισιν του χωρικού ανδρός εξάγεται: η συνείδησις του Ελληνικού έθνους, όταν εμβήκεν εις τα δάκρυα του πολέμου. Η συνείδησις του!
Ήγουν η δίψα του πολιτισμού. Και τι βεβαιότερον, τι υστερότερον, τι τελειότερον μας έρχεται από την καλήν Ευρώπη, όσο να μη θανατώνομεν ανθρώπους, χωρίς νομικοτάτην απόδειξιν του εγκλήματος, χωρίς την ακριβή προσαρμογή των σωζομένων τύπων του κράτους;».
Αθωώθηκαν πανηγυρικά Τερτσέτης-Πολυζωϊδης στη Δίκη των Δικαστών
Τελικά, το δικαστήριο αθώωσε πανηγυρικά τους Τερτσέτη και Πολυζωϊδη, ολοκληρώνοντας έτσι την περιβόητη δίκη των δικαστών.
Όργανο της σκευωρίας που οδήγησε στη δίκη των Κολοκοτρώνη – Πλαπούτα, ήταν ο Εδουάρδος Μάσσον, Σκωτσέζος νομικός που ήρθε στην Ελλάδα το 1824 με την ιδιότητα του «φιλέλληνα» για να τεθεί κατόπιν στην υπηρεσία της Αντιβασιλείας και ειδικά της αγγλικής πολιτικής.
Αυτός συνέταξε και το κατηγορητήριο κατά του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα για τα εξής τέσσερα εγκλήματα:
- Ότι παρακίνησαν τον λαό σε εμφύλιο πόλεμο «προς κατάργησιν του καθεστώτος πολιτεύματος».
- Ότι παρακίνησαν σε ληστεία «διαφόρους αρχιληστάς με σκοπόν την συνωμοσίαν και τον εμφύλιον πόλεμον».
- Ότι συνέταξαν αναφορά ζητώντας την επέμβαση ξένης δύναμης (της Ρωσίας) προς κατάργηση της Υψηλής Αντιβασιλείας.
- Ότι συνέδραμαν τον κόντε Διονύσιο Ρώμα στο εγκληματικό του σχέδιο περί καταργήσεως των δύο μελών της Αντιβασιλείας.
Δίκη των Δικαστών: Ταινία από την «Φίνος Φιλμ»
Η Δίκη των Δικαστών έγινε ταινία από την «Φίνος Φιλμ» το 1974, με τον Νίκο Κούρκουλο να υποδύεται τον Πολυζωίδη. Η ταινία έμεινε στην ιστορία εξαιτίας και του φανταστικού μονόλογου του Κούρκουλου στην απολογία του Πολυζωίδη.
Στην ταινία συμμετείχαν και άλλοι σπουδαίοι ηθοποιοί όπως οι: Νικηφόρος Νανέρης, Χρήστος Τσάγγας, Χρήστος Καλαβρούζος, Σπύρος Καλογήρου, Ζώρας Τσάπελης, Γιώργος Παλιός, Κώστας Μεσσάρης, Στέλιος Λιονάκης, Μάνος Κατράκης (στον ρόλο του Κολοκοτρώνη).
Δείτε βίντεο από την ταινία της «Φίνος Φιλμ» από τη Δίκη των Δικαστών:
Ο Αναστάσιος Πολυζωίδης
Σύμφωνα με το serrelib ο Αναστάσιος Πολυζωΐδης, εις εκ των κατηγορουμένων στη δίκη των δικαστών, ήταν έντιμος και φλογερός πατριώτης. Υπήρξε διακεκριμένος νομικός, πολιτικός και λόγιος. Ήταν πολύ μεγάλη η προσφορά του στο αγωνιζόμενο έθνος, στο συγκροτούμενο ελληνικό κράτος και στον ελληνικό λαό.
Ο Πολυζωΐδης γεννήθηκε το 1802 στην ελληνική πόλη Μελένικο της βορειοανατολικής Μακεδονίας. Η πόλη και η περιοχή αυτή ανήκει από το 1913 στο κράτος της Βουλγαρίας.
Ο Πολυζωΐδης έλαβε γενική μόρφωση στα σχολεία του Μελενίκου. Σε πολύ νεαρή ηλικία πήγε στην Ευρώπη για ανώτερες σπουδές. Σπούδασε νομικά και ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Γοτίνγκης (Γκαίτινγκεν), στη Βιέννη και στο Βερολίνο.
Διέκοψε τις σπουδές του στο Βερολίνο το 1821, όταν είχε αρχίσει η Ελληνική Επανάσταση και κατέβηκε στην Ελλάδα. Έλαβε μέρος στην Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (τέλη του 1821 0- αρχές του 1822).
Αν και νεότατος τότε (μόλις 20 ετών), υπήρξε ο κύριος συντάκτης του Συντάγματος και συνέταξε σχεδόν εξ ολοκλήρου την περίφημη Διακήρυξη του 1822, με την οποία επιδιωκόταν να δειχτεί στην απολυταρχική Ευρώπη, ότι ο πόλεμος των Ελλήνων ήταν εθνικός και ιερός, έξω από δημαγωγικότητες και ιδιοτελείς αρχές. Έγινε τότε γραμματέας του εκτελεστικού (υπουργικού) συμβουλίου με Πρόεδρο τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο.
Κατά την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον Πολυζωΐδη πήγε στο Λονδίνο και πέτυχε να συνάψει δάνειο για τους πολιορκούμενους. Ο ίδιος συμμετείχε στην τελευταία φάση της πολιορκίας του Μεσολογγιού και στην Έξοδο.
Ο Πολυζωΐδης είναι εκείνος, που, μετά την ηρωική Έξοδο του Μεσολογγίου και την καταστροφή του, σε μια επίσημη ομιλία του στο Ναύπλιο παρουσία και αρκετών αγωνιστών που σώθηκαν στην Έξοδο, – ήταν και δεινός ρήτορας – ονόμασε το Μεσολόγγι “ΙΕΡΑΝ ΠΟΛΙΝ”, ονομασία που επεκράτησε.
Το 1827 πήρε μέρος ως εκλεγμένος πληρεξούσιος στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας. Το 1828 πήγε στο Παρίσι και συμπλήρωσε τις σπουδές του. Όταν τελείωσε, επέστρεψε στην Ελλάδα.
Κυβερνήτης ήταν ο Ιωάννης Καποδίστριας. Ο Πολυζωΐδης προσχώρησε στην αντιπολιτευτική παράταξη των φιλελευθέρων συνταγματικών. Για ένα διάστημα εξέδιδε στην Ύδρα την εφημερίδα «Απόλλων», η οποία κατασχέθηκε.
Ο Αναστάσιος Πολυζωΐδης διορίστηκε Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου και Σύμβουλος Επικρατείας. Το 1837 (νέος 35 ετών), διορίστηκε Υπουργός Παιδείας, Θρησκευμάτων και Εσωτερικών.
Ως αρμόδιος Υπουργός, συνέβαλε τα μέγιστα στην οργάνωση και λειτουργία του πρώτου πανεπιστημίου του ελεύθερου ελληνικού κράτους με τη σύνταξη των Διαταγμάτων «Περί συστάσεως του Πανεπιστημίου» και «Περί προσωρινού κανονισμού του Πανεπιστημίου». Μετά την εκθρόνιση του Όθωνα (1862), διορίστηκε Νομάρχης Αττικοβοιωτίας και αργότερα αποτραβήχτηκε απ’ τη δημόσια ζωή. Πέθανε στην Αθήνα το 1873.
Εκτός από το Σύνταγμα του 1822 του οποίου υπήρξε ο κύριος συντάκτης και τη Διακήρυξη του 1822, την οποία συνέταξε σχεδόν εξ ολοκλήρου, άλλα έργα του είναι: «Σύντομος πραγματεία περί των ειρηνοποιών και ορκωτών κριτών της Αγγλίας», «Γεωγραφικά», «Ελληνικά», «Νεοελληνικά» και «Γενική Ιστορία».
Ο Γεώργιος Τερτσέτης
Ο Γεώργιος Τερτσέτης (Ζάκυνθος, 1800 – Αθήνα, 15 Απριλίου 1874), ο δεύτερος κατηγορούμενος στη δίκη των δικαστών, ήταν Έλληνας αγωνιστής της επανάστασης του 1821, ιστορικός, πολιτικός, συγγραφέας, ποιητής, φιλόσοφος, απομνημονευματογράφος και νομικός.
Είχε διοριστεί αρχειοφύλακας στη βιβλιοθήκη της Βουλής στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος, θέση που κράτησε μέχρι το θάνατό του.
Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο. Η οικογένειά του είχε σημαντικό όνομα στον τόπο του, όμως δεν ήταν από τις ντόπιες αρχοντικές οικογένειες της Ζακύνθου και τον λογάριαζαν για ποπολάρο.
Στα παιδικά του χρόνια πήγε στο ίδιο σχολείο με τα δύο μεγαλύτερα παιδιά του Θ. Κολοκοτρώνη, τον Πάνο και τον Γενναίο.
Το 1816 έφυγε για την Ιταλία, όπου σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα νομικά καθώς και λατινική – ιταλική φιλολογία. Επέστρεψε στο νησί του το 1820, μετά το πέρας των σπουδών του.
Με την έκρηξη της επανάστασης ο Τερτσέτης βρέθηκε στο Μοριά με πολλούς άλλους συμπατριώτες του. Ασθενικής όμως κράσης, δεν άντεξε τις κακουχίες και αρρώστησε. Μεταφέρθηκε στο μικρό νησί Κάλαμος και στη συνέχεια πίσω στη Ζάκυνθο.
Στη Ζάκυνθο δέθηκε με αδελφική φιλία με τον Δ. Σολωμό. Σ’ αυτόν χρωστάμε τον περίφημο «Διάλογο» για τη γλώσσα του εθνικού μας ποιητή, όπως το μόνο αντίγραφο που σώθηκε βρέθηκε στα χέρια του. Παρ’ όλο που δεινοπάθησε την πρώτη φορά που κατέβηκε να αγωνιστεί, τον ξαναβρίσκουμε στη πρώτη γραμμή, όταν ο Ι. Καποδίστριας ελευθέρωνε τη Ρούμελη.
Το 1832-1833 διετέλεσε καθηγητής της γενικής και της ελληνικής ιστορίας στο Κεντρικό Πολεμικό Σχολείο του Ναυπλίου. Με την έλευση της Αντιβασιλείας σχετίστηκε τόσο με τον Μαιζώνόσο και με τον πρόεδρό της, Άρμανσπεργκ, καθώς μάθαινε ελληνικά στις κόρες του.
Το 1864 εξελέγη αντιπρόσωπος της Ζακύνθου στη Βουλή. Πέθανε στις 15 Απριλίου 1874 στην Αθήνα.