Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ σχολίασε τις δηλώσεις του υπουργού Επικρατείας, Γιώργου Γεραπετρίτη για την ενημέρωση του Νίκου Ανδρουλάκη σχετικά με την παρακολούθησή του από την ΕΥΠ και υποστήριξε ότι είναι η πρώτη οπισθοχώρηση.
Η ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου του ΠΑΣΟΚ αναφέρει ότι εδώ και μέρες το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής έχει καλέσει τον πρωθυπουργό να άρει το απόρρητο για τους υφισταμένους του στην ΕΥΠ, όπως προβλέπει ο νόμος, ώστε να αποκαλυφθεί ο λόγος της παρακολούθησης του Νίκου Ανδρουλάκη θεσμικά ενώπιον της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας.
«Ο Υπουργός Επικρατείας, Γιώργος Γεραπετρίτης, σε τηλεοπτική του συνέντευξη παραδέχθηκε ότι «η κυβέρνηση θα παρείχε απόλυτη κάλυψη και στον διοικητή της ΕΥΠ να ενημερώσει τον κ. Ανδρουλάκη για ό,τι μπορεί να υπάρξει ενημέρωση και άρα είναι προφανές ότι αυτή τη στιγμή, αν ο κ. Ανδρουλάκης το επιθυμεί μπορεί να λάβει τη νόμιμη ενημέρωση», επισημαίνει το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και τονίζει: «Θεσμική ενημέρωση όμως δεν γίνεται στο αυτί ή σε ιδιωτικές συζητήσεις, αλλά δια των θεσμικών διεξόδων που από την πρώτη στιγμή έχει προσδιορίσει ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής».
Γεραπετρίτης: «Δεν γνωρίζω γιατί παρακολουθήθηκε ο Ανδρουλάκης»
Νωρίτερα, ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης σε συνέντευξή του στην εκπομπή του ΑΝΤ1, «Καλημέρα Ελλάδα» μίλησε εκτός των άλλων για τις υποκλοπές.
Για το θέμα των υποκλοπών εν πρώτοις, «έχουν δρομολογηθεί όλες οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες, και μάλιστα σε χρόνο express. Με πρωτοβουλία της κυβέρνησης και συντασσόμενη με τα αιτήματα που διατυπώθηκαν, ενεργοποιήθηκαν τρεις κοινοβουλευτικές διαδικασίες αμέσως, και συγκλήθηκε η Βουλή μία εβδομάδα νωρίτερα του αναμενομένου», ήταν η εισαγωγική του παρατήρηση του υπουργού Επικρατείας, που συνέχισε:
«Τα θέματα θα εξεταστούν εκεί και ό,τι είναι να ανακοινωθεί στο πλαίσιο του νόμου, θα γίνει. Το να συζητούμε δημόσια για θέματα εθνικής ασφάλειας, δεν είναι πάντοτε το πιο ωφέλιμο. Η κυβέρνηση κάλεσε τον κ. Ανδρουλάκη προς ενημέρωση, όχι δημόσια, η ιδιωτική ενημέρωση θα γινόταν από το Διοικητή (σσ. της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών).
Στο πλαίσιο του νόμου προβλέπεται μία σαφής διαδικασία, η κυβέρνηση θα παρείχε απόλυτη κάλυψη και στο Διοικητή της ΕΥΠ να ενημερώσει τον κ. Ανδρουλάκη για ό,τι μπορεί να υπάρξει ενημέρωση. Είναι προφανές ότι, αυτήν τη στιγμή, αν ο κ. Ανδρουλάκης το επιθυμεί, μπορεί να λάβει τη νόμιμη ενημέρωση», επεσήμανε.
Σε κάθε περίπτωση, «βεβαίως και δεν γνωρίζω γιατί παρακολουθήθηκε (ο κ. Ανδρουλάκης)», ανέφερε επίσης και επικαλέστηκε στο σημείο αυτό το πλαίσιο εντός του οποίου γίνονται οι νόμιμες παρακολουθήσεις σε όλες τις υπηρεσίες ασφαλείας παγκοσμίως και στην Ευρώπη.
«Κάθε έννομη τάξη εμπιστεύεται πολύ λίγους ανθρώπους, οι οποίοι γνωρίζουν τα θέματα για τα οποία γίνεται η παρακολούθηση. Στην ελληνική έννομη τάξη είναι ο Διοικητής της ΕΥΠ, ο εισαγγελέας ο οποίος δίνει την έγκρισή του – είναι μια δικαστική απόφαση, δεν είναι μια αυθαίρετη απόφαση – και στο τέλος, σε κατάλογο τηλεφώνων, και όχι ονομάτων, ο πρόεδρος της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών».
Και σε επόμενο σημείο, «πράγματι ο πρωθυπουργός είπε ότι ήταν λάθος, όπως συνέβη η συγκεκριμένη διαδικασία. Γιατί το είπε αυτό; Διότι με την υπόθεση Ανδρουλάκη, εκείνο το οποίο προέκυψε, ήταν ότι οι δικλείδες ασφαλείας για τις παρακολουθήσεις πολιτικών προσώπων, δεν ήταν επαρκείς. Όταν πρόκειται να υπάρξει επισύνδεση ενός πολιτικού προσώπου, και δη προβεβλημένου, θα πρέπει να υπάρχουν πολύ περισσότερα επίπεδα ασφάλειας έτσι ώστε να μην γίνει παρακολούθηση για απλές ενδείξεις αλλά πολύ ισχυρές ενδείξεις».
Θυμίζοντας εξ άλλου πως «πρόκειται για μια νόμιμη παρακολούθηση», ο Γ. Γεραπετρίτης πρόσθεσε: «Εικάζω πως η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών είχε κάποια στοιχεία από τα οποία προέκυπτε ο λόγος. Τα στοιχεία αυτά αξιολογήθηκαν από τον επιτόπιο εισαγγελέα, θεωρήθηκαν επαρκή και προχώρησε για ένα περιορισμένο διάστημα η παρακολούθηση.
Όταν περιήλθε, πάντως, σε γνώση του πρωθυπουργού ότι παρακολουθείται ο κ. Ανδρουλάκης, διαπιστώθηκε ότι θα έπρεπε να υπάρχουν περισσότερα φίλτρα, είπε ακόμη και έφερε το παράδειγμα του Ηνωμένου Βασιλείου. Εκεί, «η αντίστοιχη υπηρεσία όταν πρόκειται για παρακολούθηση πολιτικού προσώπου, λαμβάνει πολιτική έγκριση».
Μετά τη διαπίστωση του προβλήματος, ωστόσο, «άμεση αντανακλαστική αντίδραση ήταν ότι επέστρεψε μια δικλείδα ασφαλείας που είχε καταργηθεί το 2018, να υπάρχουν δηλαδή δύο αποφάσεις εισαγγελέων», υπενθύμισε προσθέτοντας ότι θα αξιολογηθούν οι προτάσεις τις οποίες θα υποβάλει η Εξεταστική Επιτροπή.
Ενώ για το ενδεχόμενο να προκύψουν και άλλα ονόματα που παρακολουθούνταν, ο υπουργός Επικρατείας απάντησε ως εξής: «Είναι κάτι το οποίο εγώ δεν μπορώ να γνωρίζω, και για τον κ. Ανδρουλάκη δεν γνωρίζω και δεν γνώριζα, και δεν μπορώ να γνωρίζω για τον καθένα».
Επαναλαμβάνοντας δε, ότι «δεν προέκυψε κάτι από παρακολούθηση του τηλεφώνου του κ. Ανδρουλάκη», επέμεινε πως «ποτέ δεν ενημερώνεται ο πρωθυπουργός για το ότι ενεργοποιείται μία παρακολούθηση», παραπέμποντας στους τρεις, κατά νόμο, υπευθύνους (Διοικητής ΕΥΠ, εισαγγελέας, επικεφαλής ΑΔΑΕ). «Μόνο αν προκύψει ζήτημα εθνικής ασφάλειας ενημερώνεται η πολιτική ηγεσία», τόνισε εξ άλλου.