Έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 78 ετών, η συνθέτης και στιχουργός Βάσω Αλαγιάννη, μιας σειράς επιτυχημένων τραγουδιών όπως ο «Υδροχόος» και το «Αχ Ελλάδα Σ’ Αγαπώ», «Απόψε σιωπηλοί». Το συγκινητικό αντίο στην Βάσω Αλαγιάννη από τη Χαρούλα Αλεξίου.
Την είδηση του θανάτου της έκανε γνωστή, με ανάρτηση στο Instagram, η Χαρούλα Αλεξίου.
Έφυγε από τη ζωή στον ύπνο της η Βάσω Αλλαγιάννη, συνθέτης και στιχουργός μιας σειράς επιτυχημένων τραγουδιών, όπως το «Απόψε Σιωπηλοί», «Αχ Ελλάδα Σ’ Αγαπώ», «Υδροχόος», «Γλάρος».
Η Βάσω Αλαγιάννη είχε συνεργαστεί με τον Μανώλη Ρασούλη, τον Νίκο Παπάζογλου, τον Μανώλη Λιδάκη, την Χάρις Αλεξίου και πολλούς ακόμα καλλιτέχνες.
Τι έγραψε η Χαρούλα Αλεξίου
«Έφυγε ήσυχα στον ύπνο της
Αυτή η γυναίκα που ήταν τόσα πολλά πράγματα.
Η «Svarno».
Που έγραφε τραγούδια
Που θεράπευε με Reiki
Που συμβούλευε με αυτογνωσία
Που αγαπούσε με πάθος
Που κάπνιζε πολύ
Που έραβε
Που έπλεκε
Που μας μάλωνε να ξυπνήσουμε
Που γελούσε σαν μωρό
Που τραγουδούσε
Που ταξίδευε πολύ
Που μας γέμιζε δώρα
Η Βάσω Αλλαγιάννη που την τραγούδησα κι εγώ με τους στίχους του Ρασούλη και τους δικούς της στον Ζαμπέτα όπως την τραγούδησαν και τόσοι άλλοι.
Η “Svarno” η φίλη μου και master μου στο Reiki
Έφυγε ήσυχα στον ύπνο της για να αναπαυτεί για πάντα» έγραψε η Χαρούλα Αλεξίου.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη Χάρις Αλεξίου (@haris_alexiou_official)
Τι είχε πει ο Μανώλης Ρασούλης για την Βάσω Αλαγιάννη
Ο Μανώλης Ρασούλης είχε γράψει για την Βάσω Αλαγιάννη στο τέταρτο τεύχος του περιοδικού Λαϊκό Τραγούδι του 2003 σε σημείωμά του με τον τίτλο «Βάσω Αλλαγιάννη – Μια Μοναδική Περίπτωση», όπως σημειώνει η ιστοσελίδα το ogdoo.
«Κι επειδή δεν είμαι εγώ αυτός, γράφω όπως την ξέρω, όπως την έζησα σαν γυναίκα, σαν μικρή θύελλα, σαν σπάνιο ζωικό ένστικτο, σαν εύθραυστη κινέζικη πορσελάνη, σαν το αγριοκάτσικο του Πόρτο Ράφτη, σαν την κόρη του Τάκη του ψαρά, σαν την κόρη της Γιωργίας, σαν τη μαμά της Πηγής, σαν αυτή που μ’ αγάπησε και με ξαναγάπησε, τη χρυσοχέρα, την πονεμένη, την αυτοπροδομένη, την ρεμπέτισσα».
«Τι γυρεύεις εδώ;» της είπα αυθόρμητα όταν την πρωτογνώρισα στο Πόρτο Ράφτη λόγω Μάνου Λοΐζου. Σαν να ‘ταν ξέταιρη από το όλο περιβάλλον. Και ήταν και δεν ήταν.
Ξεχείλιζε από μια ομορφιά και μια δίψα για ζωή. Ανθρώπινη, πονεμένη, κάτι από τη Φρίντα Κάλο, κάτι από τους ρεμπέτες των λιμανιών, κάτι από τα τριαντάφυλλα τα άγρια των αγρών.
Λίγο αργότερα πάλι αυθόρμητα της είπα: «Έλα στην Αθήνα θα σε κάνω την πρώτη ρεμπέτισσα συνθέτρια». Αναλάβαμε κι οι δύο την ευθύνη. Απ’ την αυλή του σπιτιού της είχαν περάσει οι πλείστοι όσοι. Όλοι οι ποιητές, οι τραγουδιστές, οι συνθέτες, οι παραγωγοί, όλοι οι τζίτζικες στα μεγάλα πεύκα. Με τον Μάνο Λοΐζο που το σπίτι του ήταν δίπλα στο δικό της ανάπτυξε μια λεπτή έως και βαθιά φιλία. Της άνθισε το αισθητήριο. Η καταγωγή της την είχε πλάσει ευαίσθητη, γήινη, υπερβατική, με τα πάθη και λάθη στην ημερήσια διάταξη. Έπρεπε να ‘ρθει στην Αθήνα, να σφυρηλατηθεί, να επεξεργαστεί εκείνη τη θεσπέσια αγροτομαγκιά της, να θεραπευθεί απ’ τη στενή εντοπιότητα και τ’ άλλα, και να θεραπεύσει με τη σειρά της και την αύρα της τους γύρω της.
Μαθήτρια του Νότη Μαυρουδή στην κιθάρα. «Για ξαναπαίξε αυτό το μοτίβο, της είπα ακούγοντας κάτι, ένα μικρό θεματάκι που είχε φτιάξει, παίζοντας το εν είδει μπαλάντας. «Παίχτο μ’ ένα ρυθμό μπάλου ας πούμε». Το ‘παιξε. «Συνέχισε μη σταματάς, πες ότι είναι το κουπλέ». Σφυράγαμε κι οι δύο επί δύο ώρες. Σαν να ‘μαστε ένας. Και να που βγήκε το «Λεμόνι στην πορτοκαλιά». Γελάγαμε επί δύο ώρες, έφτιαξε ένα καταπληκτικό φαΐ, ήμασταν δύο άλλοι, είχαμε προχωρήσει, ήταν μια άλλη, μπήκε στην περιπέτεια του τραγουδιού. Ήταν περιπετειώδεις, φτάνει να βρισκόταν κάποιος να της πει: κάντο. Βρέθηκα εγώ αλλά αυτή ήταν που άνθισε, πήρε τ’ απάνω της, πήρε πολύ τ’ απάνω της παρά λίγο να μας αφήσει πίσω να τρώμε τη σκόνη της. Τσακάλι γκαγκάν. Με τα τρωτά της, με νταμάρια ακατέργαστου πόνου και διάθεσης ν’ ανεβάσει κάποιον -εμένα πι-χι- στον έβδομο ουρανό και από κει να του δώσει μία, φούντο, ουρλιάζοντας σαν αμαζόνα, σαν μαινάδα σαν εκδικήτρια, σαν νικήτρια. Αν και ξέρει ότι δεν υπάρχει νικητής και νικημένος βρήκε το μέτρο του ζεϊμπέκικου να εκφράσει την αρχοντιά της, την απέλπιδη ανεξαρτησία της, το φυσιολογικό ναρκισσισμό της.
Μου ‘δωσε και της έδωσα, μου πήρε και της πήρα. Μου σύστησε τον Osho χωρίς να κατέχει ιδιαιτέρως τι έκανε εκείνη τη στιγμή. Πήγαμε μαζί και τον βρήκαμε στην Ινδία. Όταν όμως ο Δάσκαλος κυνηγημένος απ’ όλους έφτασε για λίγο στην Κρήτη, η Βάσω δεν ήταν εκεί, ήταν με τον ακατανόμαστο φτιάχνοντας δίσκο ανακαλύπτοντας όπως λέει η ίδια, την ευαίσθητη ψυχή του (σημείωμα στο εξώφυλλο δίσκου παραγωγής του ακατανόμαστου). Αυτό έγινε η αχίλλεια πτέρνα της. Έκτοτε προσπάθησε και προσπαθεί, αποτυπώνει σε πράξεις θεραπευτικές (είναι μάστερ του Ρέϊκι) και αισθητικές (γράφει μόνη της και κάνει CD με τραγούδια έξοχα) μη ξεχνώντας -το ελπίζω – τη διδαχή του Osho: «είσαι ό, τι είσαι κι όχι ότι κάνεις». Ίσως πρωτοφανές για μια γυναίκα να μπαίνει στα χωράφια, ας πούμε, των ανδρών και μάλιστα με το πρέπον εκτόπισμα και σεβασμό στον κώδικα της αισθητικής ιδεολογίας του ρεμπέτικου.
Δεν το ‘κανε για να κάνει κάτι, για να γίνει κάτι. Αν δεν το ‘κανε θα ‘σκαγε. Προσέξτε: δεν την εκθειάζω σαν συνείδηση. Κι αν θα την πω ιέρεια, ο όρος είναι υπό έλεγχο. Δεν γράφω θαμπωμένος, γονατισμένος. Γράφω με τη συγκίνηση και τη γνώση για ένα διαμάντι που είναι ακόμη εν διαμορφώσει, σε αυτοεπεξεργασία. Το σημαντικό είναι ότι ο άνθρακας έγινε διαμάντι. Το αξιοσημείωτο είναι ότι η Βάσω δεν ξεχνά την καταγωγή της. Ούτε τις πρώτες της εμπειρίες, είτε κακές είτε καλές. Ατυχία και τύχη. Σαν τη ρουλέτα. Γνώρισε από μικρή την άλλη αρχόντισσα την Κάθριν την κόρη του εφοπλιστή Γραίγου που αργότερα ήταν το μοιραίο άτομο αφού αυτή υπήρξε ο θεμέλιος παράγων (μαθήτρια) του Osho, τον οποίο σύστησε στη Βάσω μέσω ενός λίφλετ αυτό που μου ‘δωσε αργότερα η Βάσω και εγώ είπα: «Αυτός είναι». Το ’78 είχα βγάλει ήδη την «Εκδίκηση της Γυφτιάς» και καθώς γυρίσαμε από την Ινδία βγάλαμε το «ΑΥΓΟ» εκδώσαμε την «Κρυμμένη Αρμονία-Ομιλίες πάνω στον Ηράκλειτο» του Osho κι έγινε ένα ιδεολογικό –αισθητικό ΜΠΑΜ. Προσπάθησαν τα χαϊβάνια κι όλη η πανστρατειά των ακατανόμαστων να το ταΐσουν παντοίους τρόποις στη Λήθη, όμως εγώ φρόντισα να τους ξεδοντιάσω. Ούτε Ιωνάς ούτε ο Πινόκιο για να χωρέσω στ’ άντερα του κτήνους. Τι να μας κάνουν όταν εμείς λέγαμε «Μπαίνουμε στον Υδροχόο», «Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ».
Σαν χωρίσαμε κι ο σαδομαζοχισμός μου έφτασε στο αποκορύφωμα, έφυγα με μια νάιλον σακούλα στη Νέα Υόρκη, της έγραψα το «Αν πεθάνει μια αγάπη» κλαίγοντας, και βαυκαλίζομαι ότι κι αυτή μου ‘γραψε ένα. Τώρα είναι εκεί που είναι, κι εγώ εύχομαι να περνά τους δυϊσμούς και τις παγίδες, τις σειρήνες και τις ανάπαυλες. Ξέρω ότι δρα, ότι παράγει, ότι γύρω της ένα μικρό πλήθος σαν μια τεράστια αμοιβάδα προσπαθεί να την έχει δική της, ότι το βλέμμα της είναι στραμμένο στα Ιμαλάϊα αλλά το ρεμπέτ-πλάσμα από το Πόρτο Ράφτη ανασαίνει στους πρόποδες των 7 ουρανών και κάνει τα 9/8 ν’ αναστενάζουν και να παίρνουν ανθρώπινη υπόσταση.
Γράψαμε αρκετά τραγούδια, μα επειδή συνέβησαν αρκετά μείναν αδισκογράφητα. Φτάνει που ‘γίναν και τραγούδησε η σχέση μας και της βγήκε η έκσταση κι ο αμανές και αποδεχτήκαμε καθώς αποδείχτηκε πως θα συναντιόμασταν έτσι κι αλλιώς. Δεν υπήρχε περίπτωση. Όχι μια από τις μοναδικές περιπτώσεις. Κι η λέξη «περίπτωση» είναι και φτωχή και μίζερη, κι ας ζήσαμε φτωχικά σε υπόγεια, με πλημμυρισμένα σιφόνια και την Ασφάλεια συνέχεια πίσω μας και γύρω μας. Στα παπάρια μας, συνεχίσαμε απτόητοι. Κάποιες ώρες μας γονάτισαν, της φόρτωνα το φορτίο, πόναγε το σώμα της, με κοίταζε ικετευτικά. Ήταν ικέτης. Εγώ ήμουν ας πούμε ηγέτης. Γι’ αυτό και υποτίθεται πόνεσα περισσότερο με το χωρισμό. Το ‘κανα τραγούδι: «Ο άνδρας με το χωρισμό πονάει περισσότερο» κι έβαλα τον Πασχάλη Τερζή να το πει αφού είχε γράψει τη μουσική ο Πέτρος Βαϊόπουλος ένας άλλος επίσης εκτιμητέος κι ανεκτίμητος. Εν πάση περιπτώσει η Βάσω η Σβάρνο είναι αυθεντικό παιδί της νεοελλάδας, αυτή που τη μαγαρίζουν κάθε μέρα οι ζιγκολό της, μα εμείς είμαστε ακόμη εδώ, είμαστε ακόμη ζωντανοί κι αν όχι σαν ροκ συγκρότημα κι ούτε σαν αξιοσέβαστη ηχώ των προγόνων, αλλά σαν εμείς με τον ωραίο βίο και την πολιτεία, τη σχέση και την ψυχή των ζωντανών ανθρώπων που αγαπούν τη ζωή και κατανοούν το θάνατο. Σαν την ψυχή ενός λαού που τραγουδά το αυθεντικό τραγούδι της, για την αθανασία μέσα στο αγαπημένο «εδώ και τώρα».