«Είμαστε οι μόνοι σε ολόκληρη την Ευρώπη που έχουμε το προνόμιο να λέμε τον ουρανό “ουρανό” και τη θάλασσα “θάλασσα” όπως την έλεγαν ο Όμηρος και ο Πλάτωνας πριν 2.500 χρόνια», δήλωσε ο Οδυσσέας Ελύτης το 1979 όταν πήρε το Νόμπελ λογοτεχνίας υπογραμμίζοντας ότι τα ελληνικά, είναι η πιο πλούσια γλώσσα του κόσμου.
Άπειρες λέξεις ωστόσο χρησιμοποιούμε στο καθημερινό μας λεξιλόγιο οι οποίες δεν είναι ελληνικές. Κι όμως είναι βέβαιο πως πολλές από αυτές για όλους εμάς που μιλάμε ελληνικά, θεωρούνται αναπόσπαστο κομμάτι της γλώσσας. Πολλές απ’ αυτές είναι τουρκικές και έχουν «ριζώσει» στο ελληνικό λεξιλόγιο και πολλές άλλες προέρχονται από την ιταλική, γαλλική, αγγλική κ.λπ.
Λέξεις στα ελληνικά όπως: πόρτα, φούρνος, καρέκλα, πετσέτα, παπούτσι, τενεκές, ταβάνι, τεμπέλης, τσιγκούνης μανίκι, μπουγάδα, κουμπαράς, γάμπα, ομπρέλα, γρουσούζης, εργένης, καβγάς, καπάκι είναι αρκετές από αυτές που έχουν ενσωματωθεί στα ελληνικά λόγω της μακροχρόνιας χρήσης τους, χωρίς ωστόσο να γνωρίζουμε όλοι ότι δεν είναι ελληνικές.
Κάποιες άλλες ωστόσο είναι φανερό ότι δεν έχουν ελληνική ρίζα, παρότι χρησιμοποιούνται ευρέως στα ελληνικά όπως π.χ. η λέξη φερμουάρ την οποία έχουμε δανειστεί από την γαλλική γλώσσα (fermoir). Ποιος γνωρίζει ότι η αντίστοιχή της στα ελληνικά είναι τορμοσυνάπτης;
Έπρεπε να γίνω 34 για να μάθω ότι η ελληνική λέξη του φερμουάρ είναι τορμοσυνάπτης. Ας είναι.
— Ρήγας Χορμόβας (@Jeen_1987) June 6, 2022
Τα δάνεια από ξένες γλώσσες στα ελληνικά
Μπορεί τα ελληνικά, η ελληνική γλώσσα να θεωρείται η πιο πλούσια γλώσσα του κόσμου, καθώς έχει δανείσει σε πολλές ξένες γλώσσες ουκ ολίγες λέξεις, κυρίως επιστημονικούς και καλλιτεχνικούς όρους, ωστόσο τα τελευταία χρόνια, λόγω των νέων τεχνολογιών που έχουν εισβάλει στη ζωή μας έχουμε υιοθετήσει αρκετούς ξένους όρους, κυρίως αγγλικούς.
Τα δάνεια από ξένες γλώσσες για πολλούς θεωρούνται μία φυσιολογική διαδικασία, καθώς πιστεύουν ότι η γλώσσα είναι ένας ζωντανός οργανισμός που εξελίσσεται, ενώ πάλι άλλοι αντιδρούν γιατί πιστεύουν ότι η ελληνική γλώσσα απειλείται.
Πώς θα ηχούσε στα αυτιά μας, όμως αν ακούγαμε κάποιον να λέει λαστιχοκολλητής στα ελληνικά, αντί βουλκανιζατέρ, θυληκωτήρι αντί αγκράφα, υδροπέπων αντί καρπούζι, κόνικλος αντί κουνέλι και τροφοδιανομή αντί delivery;
Είναι χαρακτηριστικό, το γεγονός ότι τα δύο τελευταία χρόνια της πανδημίας του κορονοϊού εδραιώθηκαν στο λεξιλόγιό μας όροι, όπως lockdown, take away, delivery.
Μάλιστα ο ομότιμος καθηγητής Γλωσσολογίας Γεώργιος Μπαμπινιώτης αντιπρότεινε λέξεις καθεαυτού στα ελληνικά ή όρους για τις συγκεκριμένες ξενόφερτες λέξεις.
Ειδικότερα, για το delivery (ντελίβερι) προτείνει το «τροφοδιανομή», για το lockdown (λοκντάουν) το «απαγορευτικό» και ανάλογα με την περίπτωση το γενικό ή μερικό απαγορευτικό και τέλος για το take away (τέικ αγουέι) το «για το σπίτι».
Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα
«Στα χρόνια μας, πρέπει να μην το ξεχνάμε, το ζήτημα δεν είναι πια αν θα γράφουμε καθαρεύουσα ή δημοτική. Το τραγικό ζήτημα είναι αν θα γράφουμε, ή όχι, ελληνικά», είχε πει ο Γιώργος Σεφέρης.
«Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα», είχε σημειώσει χαρακτηριστικά ο Έλληνας νομπελίστας.
Ξένες λέξεις που χρησιμοποιούμε καθημερινά
Παρακάτω επιλέξαμε κάποιες λέξεις που χρησιμοποιούμε στα ελληνικά από την τουρκική γλώσσα, την ιταλική, την αγγλική, αλλά και την γαλλική.
Πάνω από 200 λέξεις τουρκικής προέλευσης έχει καταγράψει ο συγγραφέας Νίκος Σαραντάκος στο ιστολόγιό του sarantakos.wordpress.com.
Λέξεις από την τουρκική γλώσσα
- Αγάς (δεσποτικός-αυταρχικός)
- Αγιάζι (πρωινό ή νυχτερινό κρύο)
- Αλάνα (ανοιχτός χώρος)
- Αλάνι (αλήτης)
- Γιακάς (περιλαίμιο)
- Γιαπί (οικοδομή)
- Γιαρμάς (ροδάκινο)
- Γιαούρτι (πηγμένο γάλα)
- Γιλέκο (περιθωράκιον)
- Γινάτι (πείσμα)
- Γιουρούσι (επίθεση)
- Γκάιντα (άσκαυλος)
- Γκέμι (χαλινάρι)
- Γλέντι (διασκέδαση)
- Γούρι (τύχη)
- Γρουσούζης (κακότυχος)
- Δερβένι (κλεισούρα)
- Εργένης (άγαμος)
- Ζαμάνια (μεγάλο χρονικό διάστημα)
- Ζαρζαβατικά (λαχανικά)
- Ζόρι (δυσκολία)
- Ζουμπούλι (υάκινθος)
- Καβγάς (φιλονικία)
- Καβούκι (καύκαλο)
- Καβουρδίζω (φρυγανίζω-ξεροψήνω)
- Καζάνι (λέβητας)
- Καΐκι (βάρκα)
- Καλέμι (γραφίδα)
- Καλούπι (μήτρα-πρότυπο)
- Κάλπικος (κίβδηλος)
- Καπάκι (σκέπασμα- κάλυμμα)
- Καραούλι (φρουρά-σκοπιά)
- Καρπούζι (υδροπέπων)
- Κασμάς (αξίνα-σκαπάνη)
- Κατσίκα (ερίφι-γίδα)
- Καφάσι (κιβώτιο)
- Κελεπούρι (ανέλπιστο εύρημα)
- Κέφι (ευδιαθεσία)
- Κιμάς (ψιλοκομμένο κρέας)
- Κιόσκι (περίπτερο)
- Κολάι (ευκολία-άνεση)
- Κολαούζος (οδηγός)
- Κόπιτσα (πόρπη)
- Κοτζάμ (τεράστιος-πελώριος)
- Κοτσάνι (μίσχος)
- Κότσι (αστράγαλος)
- Κουβαρντάς (γενναιόδωρος-ανοιχτοχέρης)
- Κουβάς (κάδος-αγγείο)
- Κουμπαράς (δοχείο χρημάτων)
- Κουσούρι (ελάττωμα-μειονέκτημα)
- Κουτουρού (ασύνετα-απερίσκεπτα)
- Λαγούμι (υπόνομος-οχετός)
- Λαπάς (χυλός)
- Λεβέντης (ανδρείος-ευσταλής)
- Λεκές (κηλίδα)
- Λελέκι (πελαργός)
- Λούκι (υδροσωλήνας)
- Μαγιά (προζύμη-ζυθοζύμη)
- Μαγκάλι (πύραυνο)
- Μαγκούφης (έρημος)
- Μαϊντανός (πετροσέλινο-μακεδονίσι)
- Μαντζούνι (φάρμακο)
- Μαούνα (φορτηγίδα)
- Μανάβης (οπωροπώλης)
- Μαράζι (φθίση)
- Μαραφέτι (μικρό εργαλείο)
- Μασούρι (μικρό ξύλο)
- Μαχαλάς (συνοικία)
- Μεζές (ορεκτικά)
- Μελτέμι (άνεμος ετησίας)
- Μενεξές (εύοσμο λουλούδι)
- Μεντεσές (στρόφιγγα)
- Μεράκι (πόθος)
- Μερεμέτι (επισκευή-επιδιόρθωση)
- Μουσαμάς (κερωμένο-αδιάβροχο ύφασμα)
- Μουσαφίρης (φιλοξενούμενος-επισκέπτης)
- Μπαγιάτικο (μη νωπό)
- Μπαγλαρώνω (δένω-φυλακίζω)
- Μπαϊράκι (σημαία)
- Μπακάλης (παντοπώλης)
- Μπαλτάς (πελέκι)
- Μπάμια (ιβίσκος ο εδώδιμος)
- Μπαμπάς (πατέρας)
- Μπάμπαλης (ο πολύ γέρος)
- Μπαξές (περιβόλι-κήπος)
- Μπαρούτι (πυρίτιδα)
- Μπατζάκι (κνήμη-σκέλη)
- Μπατζανάκης (σύγαμπρος-συννυφάδα)
- Μπατίρισα (πτωχεύω-χρεοκοπώ)
- Μπαχαρικό (αρωματικό άρτυμα)
- Μπεκρής (μέθυσος)
- Μπελάς (ενόχληση)
- Μπινές (κίναιδος-ασελγής)
- Μπογιά (βαφή-χρώμα)
- Μπογιατζής (ελαιοχρωματιστής)
- Μπόι (ανάστημα-ύψος)
- Μπόλικος (άφθονος)
- Μπόρα (καταιγίδα)
- Μπόσικος (χαλαρός)
- Μποστάνι (λαχανόκηπος)
- Μπούζι (πάγος-ψύχρα)
- Μπουλούκι (στίφος-άτακτο πλήθος)
- Μπουλούκος (καλοθρεμμένος-παχουλός)
- Μπουνταλάς (κουτός-ανόητος)
- Μπουντρούμι (φυλακή)
- Μπουρί (καπνοσωλήνας)
- Μπούτι (μηρός)
- Μπούχτισμα (κορεσμός)
- Νάζι (κάμωμα-φιλαρέσκεια)
- Νταβαντούρι (σύγχυση)
- Νταμάρι (φλέβα-λατομείο)
- Νταμπλάς (αποπληξία)
- Νταντά (παραμάνα-τροφός)
- Ντελάλης (διαλαλητής)
- Ντελής (παράφρονας)
- Ντέρτι (καημός)
- Ντιβάνι (κρεβάτι)
- Ντιπ για ντιπ (ολωσδιόλου)
- Ντουβάρι (τοίχος)
- Ντουλάπι (ιματιοθήκη)
- Ντουμάνι (καταχνιά-καπνός)
- Ντουνιάς (κόσμος-ανθρωπότητα)
- Παζάρι (αγορά-διαπραγμάτευση)
- Παντζάρι (κοκκινογούλι-τεύτλο)
- Πατζούρι (παραθυρόφυλλο)
- Παπούτσι (υπόδημα)
- Περβάζι (πλαίσιο θυρών)
- Πιλάφι (ρύζι)
- Πούστης (κίναιδος-ασελγής)
- Ραχάτι (ησυχία)
- Ρουσφέτι (χαριστική εξυπηρέτηση)
- Σακάτης (ανάπηρος)
- Σαματάς (θόρυβος)
- Σεντούκι (κιβώτιο)
- Σέρτικο (τσουχτερό, βαρύ)
- Σινάφι (συντεχνία, κοινωνική τάξη)
- Σιντριβάνι (πίδακας)
- Σιρόπι (πυκνόρρευστο διάλυμα ζάχαρης)
- Σαΐνι (ευφυής)
- Σοβάς (ασβεστοκονίαμα)
- Σόι (καταγωγή-γένος)
- Σοκάκι (δρόμος)
- Σόμπα (θερμάστρα)
- Σουγιάς (μαχαιράκι)
- Σουλούπι (μορφή-σχήμα)
- Ταβάνι (οροφή)
- Ταμπλάς (αποπληξία-συγκοπή)
- Ταπί (χωρίς χρήματα)
- Ταραμάς (αυγοτάραχο)
- Τασάκι (σταχτοδοχείο)
- Ταχίνι (αλεσμένο σουσάμι)
- Ταψί (μαγειρικό σκεύος)
- Τεκές (καταγώγιο)
- Τεμπέλης (οκνηρός-ακαμάτης)
- Τενεκές (δοχείο)
- Τερτίπι (τέχνασμα-απάτη)
- Τεφαρίκι (εκλεκτό-αριστούργημα)
- Τεφτέρι (κατάστιχο)
- Τζάκι (παραγώνι)
- Τζάμι (υαλοπίνακας-γυαλί)
- Τζάμπα (δωρεάν)
- Τζαναμπέτης (κακότροπος-δύστροπος)
- Τόπι (σφαίρα)
- Τουλούμι (ασκός)
- Τουλούμπα (αντλία)
- Τουμπεκί (σιωπή)
- Τράμπα (ανταλλαγή)
- Τσαίρι (λιβάδι-βοσκοτόπι)
- Τσακάλι (θώς)
- Τσακίρης (γαλανομάτης)
- Τσακμάκι (αναπτήρας)
- Τσάντα (δερμάτινη θήκη)
- Τσαντίρι (σκηνή)
- Τσαπατσούλης (ανοικοκύρευτος-άτσαλος)
- Τσάρκα (επιδρομή-περιπλάνηση)
- Τσαντίζω (εξοργίζω-προσβάλω)
- Τσαχπίνης (κατεργάρης-πονηρός)
- Τσέπη (θυλάκιο)
- Τσιγκέλι (αρπάγη-σιδερένιο άγκιστρο)
- Τσιγκούνης (φιλάργυρος)
- Τσιμπούκι (καπνοσύριγγα)
- Τσιράκι (ακόλουθος)
- Τσίσα (ούρα)
- Τσιφούτης (φιλάργυρος)
- Τσομπάνης (βοσκός-ποιμένας)
- Τσουβάλι (σακί)
- Τσουλούφι (δέσμη μαλλιών)
- Τσογλάνι (νέος)
- Φαράσι (φτυάρι-σκουπιδολόγος)
- Φαρσί (τέλεια-άπταιστα)
- Φιντάνι (φυτώριο)
- Φιστίκι (πιστάκη)
- Φιτίλι (θρυαλλίδα)
- Φλιτζάνι (κύπελλο)
- Φουκαράς (κακομοίρης-άθλιος)
- Φουντούκι (λεπτοκάρυο-λεφτόκαρο)
- Φραντζόλα (ψωμί)
- Χαβάς (μουσικός σκοπός)
- Χαβούζα (δεξαμενή νερού)
- Χάζι (ευχαρίστηση)
- Χαλαλίζω (συγχωρώ)
- Χάλι (άθλιο)
- Χαλί (τάπητας)
- Χαλκάς (κρίκος)
- Χαμάλης (αχθοφόρος)
- Χαμπάρια (αγγελία-νέα)
- Χάνι (πανδοχείο)
- Χάπι (καταπότι)
- Χαράμι (άδικα)
- Χαρμάνης (χασισοπότης)
- Χαρτζιλίκι (μικρό χρηματικό ποσό)
- Χασάπικο (κρεοπωλείο)
- Χατίρι (χάρη)
- Χαφιές (καταδότης)
- Χουζούρεμα (ανάπαυση)
- Χούι (ιδιοτροπία)
- Χουνέρι (πάθημα-εξαπάτηση)
Δάνεια από την αγγλική γλώσσα στα ελληνικά
- Βίντεο (video) μαγνητοσκόπιο, μαγνητοσκόπηση, ταινία
- Βόλεϊ (Volley) πετόσφαιρα, πετοσφαίριση
- Γκάλοπ (gallup) δημοσκόπηση
- Γκεστ σταρ (guest star) εκλεκτός καλεσμένος
- Γκλάμουρ (glamour) αίγλη, γοητεία, μεγαλείο
- Γκλίτερ (glitter) χρυσόσκονη, λάμψη
- Γουέμπ (World Wide Web) παγκόσμιος ιστός
- Γουίντ σερφ ιστιοσανίδα
- Έιρ κοντίσιον (air condition) κλιματιστικό
- Έιτζ ντι (HD) υψηλή ευκρίνεια
- Θρι ντι (3d) τρισδιάστατο
- Ίντερνετ (Ιnternet) διαδίκτυο
- Καμεραμάν (cameraman) εικονολήπτης
- Καμπάνια (campagna) εκστρατεία προβολής, προώθησης
- Κολεξιόν, κολέξιον (collection) συλλογή
- Κομπιούτερ (computer) υπολογιστής
- Κόνσεπτ (concept) έννοια, αντίληψη, ιδέα, σύλληψη
- Κόνσεπτ (concept) έννοια, ιδέα, σχέδιο, γενική ιδέα
- Κόουτσ (coach) κουτσάρω προπονητής, προπονώ
- Μακιγιάζ (maquillage) καλλωπισμός, ψιμυθίωση
- Μάνατζερ (manager) διευθυντικό στέλεχος
- Μιούζικαλ (musical) μουσικοχορευτικό έργο
- Μότο (motto) απόφθεγμα, σύνθημα
- Μουντ (mood) διάθεση
- μπακστέιτζ (backstage) παρασκήνια
- Μπάρμαν (bar) σερβιτόρος /παρασκευαστής
- Μπάσκετ ((Basketball) καλαθόσφαιρα, καλαθοσφαίριση
- Μποξ όφις (box office) ταμείο θεάτρου / κινηματογράφου
- Μπούλινγκ (bullying) εκφοβισμός, εξαναγκασμός
- Μπρόουζερ (browser) φυλλομετρητής ιστοσελίδων
- Ντάουν λόαντ (download) κατέβασμα
- Ντεκόρ (décor) διακόσμηση
- Ντιζάιν (design) σχέδιο
- Ντίζιταλ (digital) ψηφιακό
- Ντίτζιταλ μάρκετ (digital market) ψηφιακή αγορά
- Οκέι (οκ) εντάξει
- Παζλ (Puzzle) γρίφος
- Παζλ (puzzle) γρίφος
- Πάνελ (panel) ομάδα
- Πινγκ πονγκ (Ping Pong) επιτραπέζια αντισφαίριση
- Πρες ρουμ (press room) αίθουσα σύνταξης
- Πρότζεκτ (project) εργασία, μελέτη, ερευνητικό σχέδιο
- Ρέκορντ (record) εγγραφή
- Ρέφερι (referee) διαιτητής
- Ρομπότ (robot) αυτοματοποιημένη συσκευή
- Ρούτερ (router) δρομολογητής
- Σάντουιτς (sandwich) αμφίψωμο
- Σασπένς (suspense) αγωνία, εναγώνια προσμονή
- Σελοτέιπ (sellotape) μικρή λεπτή ταινία με στρώμα κόλλας
- Σελφ σέρβις (self-service αυτοεξυπηρέτηση
- Σέλφι (Selfie) αυτοφωτογραφία
- Σέρβις (service) έλεγχος, εξυπηρέτηση,
- Σετ (set) σεταρισμένο ταιριαστό
- Σκρίνσοτ (screenshot) οθονογραφία, στιγμιότυπο οθόνης
- Σολντ άουτ (sold out) εξαντλήθηκαν
- Σόου (show) έκθεση, παράσταση, παρουσίαση,
- Σόουμπιζνες (show business) επιχειρήσεις που σχετίζονται με τον κόσμο του οργανωμένου θεάματος
- Σόπινγκ (Shopping) ψώνια, αγορές
- Σόρι (I am sorry) συγγνώμη
- Σόσιαλ μίντια (social media) κοινωνικά δίκτυα
- Σούπερ μάρκετ (super market) υπεραγορά
- Σπικάζ (speakage) φωνητική περιγραφή
- Σπόρτσμαν (sportsman) αθλητής
- Στούντιο (studio) εργαστήριο (;)
- Στρίμινγκ (streaming) ροή
- Τάιμινγκ (timing) συγκυρία, χρονική στιγμή
- Τένις (tennis) αντισφαίριση
- Τηλεκοντρόλ (telecontrol) τηλεχειριστήριο, χειριστήριο
- Τρέντι (trendy)
- Φαξ (fax) τηλεομοιοτυπία
- Φαστ φουντ (fast food) ταχυφαγείο
- Φορμάτ (format) διαμόρφωση
- Χάι (high) υψηλής στάθμης, ποιότητας μοντέρνος
- Χόμπι (hobby) ερασιτεχνική απασχόληση
Από τη γαλλική γλώσσα
- Αμπαλάζ (emballage) περιτύλιγμα
- Ανιματέρ (animateur) διασκεδαστής, (εμψυχωτής)
- Ασανσέρ (ascenceur) ανελκυστήρας
- Γκαζόν (gazon) χαμηλή χλόη
- Κολάζ (collage) τεχνική επικόλλησης
- Μασάζ (massage) μάλαξη, χειρομάλαξη
- Μοντάζ (montage) συνδυασμός, προαρμογή
- Μπουτίκ (γαλ. boutique) μικρό κατάστημα που πουλάει ρούχα της μόδας
- Ντοκιμαντέρ (documentaire) ταινία έρευνας
- Οπερατέρ (opérateur) εικονολήπτης
- Ραντεβού (rendez-vous) συνάντηση
- Ρεπορτάζ (reportage) έρευνα
- Ρετρό (retro από το retrospective) αναδρομικός, -ή, -ό
- Σαξ (bleu de Saxe) γαλαζοπράσινος
- Σαξοφωνίστας (saxophoniste) μουσικός που παίζει σαξόφωνο
- Σαξόφωνο (saxophone) είδος πνευστού μουσικού οργάνου
- Σάρπα (écharpe) εσάρπα, σάλι
- Σασί (châssis) πλαίσιο, περιθώριο / το μέρος του σκελετού αυτοκινήτου που στηρίζεται στους άξονες
- Σασμάν (changement) το κιβώτιο ταχυτήτων του αυτοκινήτου
- Σατέν (satin) είδος λεπτού και στιλπνού υφάσματος
- Σεζλόνγκ (chaise longue) είδος πολυθρόνας
- Σεζόν (saison) εποχή του έτους / το χρονικό διάστημα κατά το οποίο συμβαίνει ή διαρκεί κάτι
- Σεκάνς (sequence) σειρά πλάνων που αποτελούν μια σκηνή, μιαν αφηγηματική ή αισθητική ενότητα
- Σεμέν (chemin) εργόχειρο, κομμάτι υφάσματος κεντημένο που τοποθετείται πάνω σ’ ένα τραπέζι
- Σεμέν ντε φερ (chemin de fer) είδος χαρτοπαίγνιου
- Σενιάν (saignant) (για κρέας) ο ελαφρά ψημένος
- Σενσουαλισμός (sensualisme) αισθησιαρχία
- Σεξ (sexe) η γενετήσια ορμή / η γενετήσια πράξη
- Σεξισμός (sexism) διάκριση με βάση το φύλο
- Σέπαλο (sépale) καθένα από τα φυλλάρια που σχηματίζουν τον κάλυκα του άνθους
- Σεπαρέ (séparé) ιδιαίτερος χώρος για οικείες συναντήσεις
- Σεπτέτο (septuor) μουσική σύνθεση για επτά όργανα ή επτά φωνές
- Σερβάντα (servant) έπιπλο τραπεζαρίας, ο μπουφές
- Σερβί (servi) χαρτοπαικτικός όρος που σημαίνει: «δεν αλλάζω χαρτί»
- Σερβιέτα (serviette) Επεξεργασμένο βαμβάκι, που χρησιμοποιούν οι γυναίκες κατά την περίοδο της εμμηνορρυσίας
- Σερβίρω (server) παραθέτω φαγητά ή ποτά / υπηρετώ πρόσωπα που γευματίζουν ή πίνουν
- Σερβίς (service) αθλητικός όρος που δηλώνει την πρώτη βολή της μπάλας, την πρώτη μπαλιά στα παιχνίδια του τένις, του βόλεϊ-μπολ, του πινγκ πονγκ
- σερβίς (service) το πρώτο χτύπημα
- Σερί serie στη σειρά, συνέχεια
- Σερπαντίνα serpentin χρωματιστή χάρτινη κορδέλα τυλιγμένη σε κουλούρα
- Σεσουάρ (séchoir) όργανο κομμωτηρίου για το στέγνωμα των μαλλιών
- Σεφ (chef) αρχιμάγειρας
- Σιέλ (ciel) το ανοιχτό γαλάζιο χρώμα
- Σικ (chic) κομψότητα, χάρη
- Σικέ (chiqué) προσποιητός, στημένος / αγώνας σικέ, που το αποτέλεσμά του έχει
- Σιλανσιέ (silencieux) σιγαστήρας, εξάρτημα αυτοκινήτου
- Σιλό (silo) αποθήκη σιτηρών με μηχανικές εγκαταστάσεις για τη γρήγορη φόρτωση ή εκφόρτωση
- Σιλουέτα (silhouette) το περίγραμμα προσώπου ή πράγματος, σκιαγράφημα / οι γραμμές ενός σώματος στο σύνολό τους / κομψό γυναικείο σώμα
- Σουξέ (succès) επιτυχία
- Σουρεαλισμός (surrealism) υπερρεαλισμός
- Σουρεαλιστής/τρια (surréaliste) υπερρεαλιστής
- Σουτιέν (soutien) τηθόδεσμος
- Σουφλέ (soufflé ) είδος φαγητού ή γλυκίσματος που φουσκώνει με το ψήσιμο
- Σουφραζέτα (suffragette) γυναίκα που διεκδικεί το δικαίωμα ψήφου / φεμινίστρια
- Σοφέρ/ίνα (chauffeur)οδηγός αυτοκινήτου
- Σοφιστικέ (sophistiqué) εξεζητημένος, επιτηδευμένος / διανοουμενίστικος
- Σπεσιαλιτέ (spécialité) φαγητό ή γλύκισμα που παρασκευάζεται με ιδιαίτερο τρόπο
- Στριπτιζέζ (strip-teaseuse) αυτή που κάνει στριπτίζ
- Τατουάζ (tatouage) δερματοστιξία
- Τούλι (tulle) ύφασμα αραχνοΰφαντο
- Τούνελ (tunnel) η σήραγγα
- Τουπέ (toupet) αλαζονική στάση ή εμφάνιση / θράσος, αναίδεια
Από την ιταλική γλώσσα
- Νεποτισμός (nepotismo) η εύνοια δημόσιων λειτουργών προς συγγενείς και φίλους που εκδηλώνεται με παραχωρήσεις θέσεων και αξιωμάτων
- Νετάρω (nettare), τελειώνω κάτι
- Νέτος (netto) καθαρός, σκέτος
- Νιτερέσο (nteresso) το συμφέρον
- Νουβέλα (novella) λογοτεχνικό είδος ενδιάμεσο ως προς την έκταση και την πλοκή, μεταξύ διηγήματος και μυθιστορήματος
- Νούμερο (numero) αριθμός
- Ντάμα (dama) γυναίκα άγαμη ή έγγαμη που συνοδεύεται από άνδρα σε χορό ή σε περίπατο, γυναικεία φιγούρα σε χαρτί της τράπουλας
- Ντάνα (tana) στήλη εμπορευμάτων τοποθετημένων ομοιόμορφα
- Νταραβέρι (dare-avere) (δούναι – λαβείν), εμπορική δοσοληψία, συναλλαγή, σχέση οικειότητας, κίνηση, φασαρία
- Νταρντάνα (tartana) μεγάλο, βαρύ πλοίο, μεγαλόσωμη γυναίκα
- Ντεκρεσέντο (decrescendo) προοδευτική μείωση της έντασης του ήχου σε μουσική σύνθεση
- Ντελίριο (delirio) παραλήρημα
- Ντεμπούτο (debutto) κάνω την αρχή, τα πρώτα βήματα στη σταδιοδρομία μου
- Ντεπόζιτο (deposito) δοχείο για εναποθήκευση νερού ή άλλου υγρού, χρηματικό ποσό σε χέρια τρίτου για φύλαξη
- Ντίβα (diva) διάσημη τραγουδίστρια ή ηθοποιός
- Ντιβιζιονισμός (divisionismo) τεχνική των εμπρεσιονιστών εκείνων ζωγράφων που παρέθεταν απλώς τα χρώματα, χωρίς να τα αναμιγνύουν, για να επιτύχουν τους διάφορους χρωματικούς τόνους
- Ντοκουμέντο (documento) Απόδειξη, τεκμήριο
- Ντόλτσε βίτα (dolce vita) γλυκιά ζωή, ο ευχάριστος βίος, η καλοπέραση
- Ντουέτο (duetto) τραγούδι για δύο φωνές, διωδία
- Ντούρος (duro) σκληρός, άκαμπτος, γερός, ίσιος, ευθυτενής
- Ομπρέλα (ombrella) ελαφρό φορητό κατασκεύασμα για ατομική προφύλαξη από τη βροχή ή από τον ήλιο
- Όπερα (opera) σκηνικό έργο που βασίζεται σε κείμενο εξ ολοκλήρου μελοποιημένο
- Οπερέτα (operetta) ελαφρό θεατρικό είδος με μουσικά μέρη και διαλόγους σε πεζό
- Ορντινάντσα (ordinanza) στρατιώτης αποσπασμένος στην προσωπική υπηρεσία αξιωματικού
- Όρτσα (orza) αντίθετα προς τη διεύθυνση του ανέμου
- Ουρλιάζω (urlare) βγάζω άγρια φωνή, ωρύομαι, σκούζω
- Πάγκος (banco) μακρύ κάθισμα, χωρίς ράχη, στο οποίο μπορούν να καθίσουν πολλά άτομα μαζί
- Πακέτο (pacchetto) δέμα από κάθε είδους πράγματα περιτυλιγμένα με χαρτί
- Παλαμάρι (palamaro) χοντρό σκοινί της πρύμνης για δέσιμο του πλοίου στη στεριά, κάλως
- Παλέτα (paletta), πινακίδα όπου ο ζωγράφος ανακατεύει τα χρώματα, η χρωματική κλίμακα που χρησιμοποιεί καλλιτέχνης
- Παλιάτσος (pagliaccio) μίμος πανηγυριών ή τσίρκων, γελωτοποιός
- Παλκοσένικο (palcoscenico) σκηνή θεάτρου, το σανίδωμα της σκηνής του θεάτρου, η σκηνή του θεάτρου, η θεατρική τέχνη
- Παλτό (palto) πανωφόρι
- Παντιέρα (bandiera) σημαία
- Παπαράτσι (paparazzo), φωτορεπόρτερ, για γεγονότα πολιτικά, κοσμικά κ.λπ.
- Παπαρούνα (papaverone), το φυτό μήκων η ροιάς, αγριολούλουδο με κατακόκκινα πέταλα
- Παράγκα (baracca) ξύλινο παράπηγμα
- Παραμάνα (paramano) είδος καρφίτσας ασφαλείας
- Παράτα (parata) παρέλαση
- Πάρλα (parla) φλυαρία, πολυλογία
- Πασαπόρτι (passaporto) διαβατήριο
- Πασάρω (passare) πασέρνω, εγχειρίζω, δίνω πάσα, μεταβιβάζω έντεχνα ή κρυφά
- Πάσο (passo) βήμα, πέρασμα, βήμα
- Πάστα (pasta) ζυμαρικό, είδος γλυκίσματος των ζαχαροπλαστείων, πολτός από μείξη διαφόρων υλικών
- Πατρόνα (patrona), η σύζυγος του οικοδεσπότη, οικοδέσποινα, ιδιοκτήτρια καταστήματος ή η σύζυγος του καταστηματάρχη
- Πένα (penna) φτερό, γραφίδα από φτερό ή μεταλλική
- Πέργκολα (pergola) μεταλλική ή ξύλινη κατασκευή που χρησιμεύει ως στήριγμα αναρριχητικών φυτών και δημιουργεί σκιερό υπόστεγο
- Περούκα (perrucca) πρόσθετα τεχνητά μαλλιά, φενάκη
- Πέτο (petto) το μπροστινό τμήμα του γιακά ενός σακακιού, παλτού, πουκαμίσου, φορέματος, το οποίο αναδιπλώνεται πάνω στο θώρακα
- Πέτσα (pezza) δέρμα, επιδερμίδα, λεπτό στρώμα, σχετικά σκληρό, που σχηματίζεται σε μια επιφάνεια, η κρούστα του γάλακτος, η κόρα του ψωμιού
- Πετσέτα (pezzetta) κομμάτι από απορροφητικό ύφασμα που χρησιμοποιείται για το σκούπισμα μελών του σώματος μετά το πλύσιμο ή το στέγνωμα υγρών αντικειμένων
- Πιατέλα (piattella) μεγάλο ρηχό πιάτο για σερβίρισμα
- Πιάτο (piatto) σκεύος στο οποίο σερβίρεται φαγητό
- Πιάτσα (piazza) πλατεία, αγορά, παζάρι
- Πικάρω (piccare) πικαρίζω, πειράζω με λόγια ή πράξεις, πεισμώνω, ερεθίζω,
- Πινέλο (pennello) μικρό βουρτσάκι κατάλληλο για βάψιμο, χρωστήρας
- Πίπα (pipa) μικρός σωλήνας που χρησιμοποιείται για κάπνισμα
- Πιπιλίζω (pipilare) ρουφώ με τα χείλη, βυζαίνω
- Πισίνα: piscina (= ιχθυοτροφείο), τεχνητή δεξαμενή για κολύμβηση
- Πίτα (pitta) είδος άζυμου ψωμιού, λαγάνα
- Πίτσα (pizza) είδος ιταλικής πίτας, που καλύπτεται με ντομάτες, τυρί, ζαμπόν κτλ. και ψήνεται στο φούρνο
- Πιτσιρίκα (piccirillo) μικρό και ζωηρό παιδί
- Πόζα (posa) φροντισμένη στάση που παίρνει κανείς προκειμένου να φωτογραφηθεί ή να χρησιμέψει ως μοντέλο ζωγράφου ή γλύπτη
- Πολιτικάντης (politicante) άτομο επιτήδειο να εκμεταλλεύεται πολιτικές καταστάσεις ή γνωριμίες για προσωπικά του οφέλη
- Πολυθρόνα (poltrona) αναπαυτικό κάθισμα με πλάτη και μπράτσα, για ένα άτομο
- Πόμολο (pomolo), χερούλι πόρτας ή παραθύρου
- Ποντάρω (pontare) βάζω σημάδι, καταθέτω χρηματικό ποσό σε νούμερο ή χαρτί, υπολογίζω, στηρίζομαι σε κάτι
- Ποπολάρος (popolare) άνθρωπος του λαού
- Πορτιέρης/ισσα (portiere) θυρωρός
- Πόρτο (porto) λιμάνι
- Πορτοφόλι (portafogli) μικρή θήκη από δέρμα, ύφασμα ή πλαστικό που μεταφέρεται στην τσέπη και χρησιμεύει για την τοποθέτηση χρημάτων
- Πόστο (posto) θέση στην οποία εκτελεί κάποιος ορισμένη εργασία
- Πούντα (punta) πνευμονικό κρυολόγημα
- Πουτάνα (puttana) πόρνη, γυναίκα ανήθικη
- Πρέζα (presa) ποσότητα κονιοποιημένης ουσίας που παίρνεται με τον αντίχειρα και τον δείκτη, μικρή ποσότητα, ποσότητα ναρκωτικής σκόνης που ρουφιέται από τη μύτη
- Πρεμούρα (premura) βιασύνη, φούρια, ιδιαίτερος ζήλος
- Πρέσα (pressa) πιεστήριο, μηχάνημα για ισχυρή πίεση
- Πρίμος (primo) πρώτος, ευνοϊκός, ούριος
- Πρόβα (prova) δοκιμή φορέματος, δοκιμαστική εκτέλεση μουσικού ή θεατρικού έργου
Νόμπελ Λογοτεχνίας στους Έλληνες ποιητές
Η Σουηδική Ακαδημία στις 24 Οκτωβρίου του 1963 τίμησε τα ελληνικά γράμματα και τον πολιτισμό μας στο πρόσωπο του Γιώργου Σεφέρη και 16 χρόνια, στις 18 Οκτωβρίου 1979 στο πρόσωπο του Οδυσσέα Ελύτη.
Δυο Νόμπελ για την ποίηση που υμνεί τον ελληνικό κόσμο. Με διαφορές, αλλά και ομοιότητες, με συναίσθημα, λυρισμό και αγάπη για το ελληνικό κάλλος και την παράδοση.
Τα έργα των Ελλήνων ποιητών μπορεί να είχαν πυρήνα τους τα ελληνικά, ωστόσο μεταφράστηκαν σε δεκάδες γλώσσες, ταξίδεψαν την ελληνική ποίηση στα πέρατα του κόσμου και αγαπήθηκαν όσο λίγοι Έλληνες λογοτέχνες.
Ακολουθεί το βίντεο του Υπουργείου Πολιτισμού αφιερωμένο στη βράβευσή των δύο Ελλήνων ποιητών.