Το πρωινό της 17ης Απριλίου του 1962 ένας δυνατός ήχος από εκπυρσοκρότηση όπλου αναστάτωσε το Κολωνάκι. Λίγο αργότερα διαπιστώθηκε πως ένας άνδρας είχε πυροβοληθεί και ο θάνατός του ήταν ακαριαίος. Ένα έγκλημα είχε συμβεί…
Το θύμα σε αυτό το στυγερό έγκλημα ήταν ένας λαμπρός επιστήμονας της εποχής του, υφηγητής του Πανεπιστημίου και διευθυντής της χειρουργικής κλινικής του νοσοκομείου «Ευαγγελισμός».
Θύτης, ένας νεαρός άνδρας που τυφλωμένος από τον πόνο για την απώλεια της νεαρής γυναίκας του πάνω στο νοσοκομειακό κρεβάτι, σκότωσε τον γιατρό, έναν από τους πολλούς που την είχαν κουράρει.
Στα μάτια του δράστη, ο γιατρός ήταν ο μόνος ένοχος για την απώλεια της πολυαγαπημένης και νεαρής συζύγου του. Εκείνος την χειρούργησε και εκείνος έφερε όλη την ευθύνη για το τραγικό αποτέλεσμα.
Ένα έγκλημα που συντάραξε τον ιατρικό κόσμο
Η άτυχη γυναίκα, που προσπαθούσε να μείνει έγκυος, έπασχε από αιμορραγική νέκρωση του ήπατος και δεν υπήρχε περίπτωση να ζήσει πέραν των δυο μηνών, σύμφωνα με τα όσα κατέθεσαν στο δικαστήριο οι γιατροί που την είχαν εξετάσει.
Όσο για τον γιατρό που δολοφονήθηκε τόσο άγρια στη μέση του δρόμου, οι συνάδελφοί του μίλησαν με τα καλύτερα λόγια για εκείνον.
Ήταν ένας από τους καλύτερους χειρουργούς που είχαμε στην Ελλάδα και εξετιμάτο δε και διεθνώς
«Ήταν ένας από τους καλύτερους χειρουργούς που είχαμε στην Ελλάδα και εξετιμάτο δε και διεθνώς. Ήτο και από τους γλυκύτερους ανθρώπους που είχαμε στο νοσοκομείο» ανέφερε μάρτυρας γιατρός στη δίκη για το δολοφονηθέντα συνάδελφό του.
Η ασθενής είχε εξετασθεί σε νοσοκομεία της Βορείου Ελλάδος, όμως κανείς από τους γιατρούς δεν είχε καταφέρει να διαγνώσει από τι ακριβώς έπασχε. Διακομίσθηκε έτσι στον «Ευαγγελισμό» και οι γιατροί έπειτα από σειρά εξετάσεων, έκριναν πως πρέπει να την χειρουργήσουν ώστε να δουν αν οι υποψίες τους για ύπαρξη όγκου ή για κάποια άλλη βλάβη στο ήπαρ είχαν βάση.
Η γυναίκα χειρουργήθηκε και οι γιατροί δεν διέγνωσαν κάποιον όγκο, διαπίστωσαν, όμως, ότι «έπασχε βαρέως στο ήπαρ». Παρέμεινε έτσι νοσηλευόμενη στο νοσοκομείο, αλλά λίγες ημέρες μετά το χειρουργείο κατέληξε πάνω στο νοσοκομειακό κρεβάτι.
Αιτία θανάτου της ήταν η καρδιακή ανακοπή καρδιάς, σύμφωνα με τα ιατρικά στοιχεία που προσκομίστηκαν στο δικαστήριο.
Η απολογία
Κλαίγοντας συνεχώς, ο αυτουργός σε αυτό το ιδιαίτερο έγκλημα, κατά τη διάρκεια της απολογίας του στη δίκη, υποστήριξε πως οι γιατροί του «Ευαγγελισμού» εγκατέλειψαν τη γυναίκα του μετά το χειρουργείο.
Προκειμένου να δικαιολογήσει εν μέρει το έγκλημα, ισχυρίστηκε ότι τον είχαν διαβεβαιώσει πως η εγχείριση πήγε καλά και πως η σύζυγός του θα τα καταφέρει.
Με λυγμούς ανέφερε ενώπιον δικαστών και ενόρκων ότι μετά το θάνατο της γυναίκας του πήγε ξανά στην Αθήνα για να συναντήσει τον χειρουργό. Εκείνος δέχθηκε να τον δει και μάλιστα στο σπίτι του και εκεί μετά από παρατήρησή του για τα αίτια θανάτου της γυναίκας του, ο γιατρός, κατά τους ισχυρισμούς του, του είπε: «Είσαι νέος κοίταξε να βρεις μια άλλη γυναίκα και να φτιάξεις ξανά τη ζωή σου».
Γιατί με έφερες σε αυτό το νοσοκομείο, οι γιατροί δεν με φρόντισαν
Όμως εκείνος άκουγε, όπως είπε, συνεχώς τα τελευταία λόγια της γυναίκας του, λίγο πριν αφήσει τη τελευταία της πνοή: «Γιατί με έφερες σε αυτό το νοσοκομείο, οι γιατροί δεν με φρόντισαν» είπε η ασθενής στον σύζυγό της, όπως εκείνος ανέφερε στο δικαστήριο.
«Συνεχώς την έβλεπα στον ύπνο μου και συνομιλούσα μαζί της» είπε ο κατηγορούμενος υποστηρίζοντας πως μετά το θάνατό της, καταλαμβάνονταν από σκέψεις αυτοκτονίας και πως για το λόγο αυτό προμηθεύτηκε και το όπλο με το οποίο διέπραξε το έγκλημα.
Όμως, τελικά, αντί να το στρέψει στον εαυτό του, χρησιμοποίησε τη μια και μοναδική του σφαίρα για να σκοτώσει το γιατρό, έξω από το σπίτι του στο Κολωνάκι, όπου όπως είπε, βρέθηκε τυχαία εκείνο το πρωί.
- Πρόεδρος: Δεν πείθομαι ότι ευρέθης τυχαίως εις τον τόπον του εγκλήματος…
- Κατηγορούμενος (κλαίγοντας): Αυτό το ρημάδι το όπλο το πήρα κ. πρόεδρε για να αυτοκτονήσω…
«Ήθελε να εκδικηθεί»
Αναγορεύοντας στο δικαστήριο ο εισαγγελέας της έδρας εξήρε την επιστημονική επάρκεια του δολοφονηθέντος γιατρού και ήταν «καταπέλτης» για τον κατηγορούμενο.
Ο κατηγορούμενος είναι ζώσα ανθρώπινη μονάς, η οποία κινείται με τον θάνατο ανά χείρας
Ο εισαγγελέας ανέφερε πως το κίνητρο του εγκλήματος ήταν η εκδίκηση. «Ο δολοφόνος εφόνευσε κατά τρόπον ωμόν και παγερόν δια να εκδικηθεί. Ο κατηγορούμενος είναι ζώσα ανθρώπινη μονάς, η οποία κινείται με τον θάνατο ανά χείρας…», ανέφερε ο εισαγγελέας ζητώντας από το δικαστήριο να απορρίψει ως ψευδείς τους ισχυρισμούς του νεαρού άνδρα, ότι βρέθηκε τυχαία έξω από το σπίτι του γιατρού και όχι πως είχε προσχεδιάσει το έγκλημα και ότι αγόρασε το όπλο για να δώσει τέλος στη ζωή του.
Τελικά, δικαστές και ένορκοι κήρυξαν τον κατηγορούμενο ένοχο για ανθρωποκτονία και του αναγνώρισαν το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου. Η ποινή που του επιβλήθηκε για το έγκλημα ήταν 20έτη κάθειρξη, η ανώτατη προβλεπόμενη όπως χαρακτηριστικά έγραψε η εφημερίδα «Ελευθερία».
Μετανοώ ειλικρινά, δεν ήθελα να το κάνω
Ο κατηγορούμενος άκουσε την απόφαση με ικανοποίηση, ενώ το ακροατήριο ξέσπασε σε χειροκροτήματα. «Μετανοώ ειλικρινά, δεν ήθελα να το κάνω» ήταν τα τελευταία λόγια του λίγο πριν πάρει το δρόμο για τη φυλακή προκειμένου να εκτίσει την ποινή του για το έγκλημα που είχε διαπράξει.