Ένα στυγερό έγκλημα, μια τραγική ιστορία απαγωγής και βιασμού μιας νεαρής κοπέλας, εργάτριας από τη Θεσσαλονίκη, συγκλόνισε τη δεκαετία του 1960 την Ελλάδα, προκαλώντας μάλιστα τη «λαϊκή οργή».
Το απεχθές έγκλημα απασχόλησε το Κακουργιοδικείο Θεσσαλονίκης, στο εδώλιο του οποίου κάθισαν τέσσερις νεαροί, κατηγορούμενοι για την άγρια σεξουαλική κακοποίηση της άτυχης κοπέλας, η οποία ήταν ορφανή από πατέρα και δούλευε ως εργάτρια, προκειμένου να συντηρεί την άρρωστη μητέρα της.
Οι εφημερίδες της εποχής είχαν καλύψει με εκτενή δημοσιεύματά τους το αποτρόπαιο έγκλημα, που είχε προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων με πλήθος πολιτών να προσέρχεται στο δικαστήριο για να απαιτήσει την καταδίκη των «βδελυρών βιαστών».
Πώς κάλυπταν το έγκλημα οι εφημερίδες της εποχής
«Η τραγική νέα απαχθείσα τας εσπερινάς ώρας (…) μαρτύρησε κυριολεκτικώς δια της βίας» έχουσα υποστεί «ακατανόμαστους πράξεις» έγραφε η εφημερίδα «Μακεδονία» σε άρθρο της, παραμονές της πολύκροτης αυτής δίκης. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, η νεαρή κοπέλα, έπεσε στα χέρια των απαγωγέων της και των βιαστών της, μόνο και μόνο επειδή επιβιβάσθηκε στο λάθος λεωφορείο.
Συγκεκριμένα, ενώ ήθελε να πάει στο σπίτι της κατέληξε σε μια άλλη συνοικία της Θεσσαλονίκης, την οποία δεν γνώριζε. Εκεί αναζητώντας το λεωφορείο που θα την οδηγούσε στο σπίτι της «μια κούρσαν» την πλησίασε. Στο αυτοκίνητο επέβαιναν τέσσερις νεαροί άνδρες και ένας εξ’ αυτών την ρώτησε με ευγένεια την ρώτησε αν χρειάζεται κάτι. Εκείνη του απάντησε ότι έχασε τον προσανατολισμό της και ότι ήθελε να φτάσει γρήγορα στο σπίτι της.

Το όχημα αυτό με τους τόσο ευγενικούς επιβάτες της φάνηκε εκείνη τη στιγμή σαν θεόσταλτο δώρο, καθώς λίγο νωρίτερα η ίδια είχε δεχθεί την επίθεση ενός άνδρα «με ανήθικους σκοπούς» ενώ τον ρώταγε ποια κατεύθυνση να ακολουθήσει. «Μπείτε μέσα και θα σας πάμε σε δυο λεπτά στο σπίτι σας» είπε ο νεαρός οδηγός του οχήματος στη νεαρή γυναίκα και εκείνη πείσθηκε και μπήκε στο αυτοκίνητο. Λίγα όμως λεπτά αργότερα κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
«Που πάμε;» ρώτησε αναστατωμένη τους συνεπιβάτες της αλλά εκείνοι άρχισαν να «αστεΐζονται μαζί της». Έντρομη η κοπέλα τους παρακαλούσε να μην της κάνουν κακό, αλλά εκείνοι είχαν άλλα σχέδια και ήδη εξύφαιναν το έγκλημα.
Το σχέδιο των 4 δραστών σε βάρος της εργάτριας
Την οδήγησαν σε απόμερο μέρος και δυο εξ αυτών προσπάθησαν να τη βιάσουν. Η κοπέλα πάλεψε με όλες τις δυνάμεις της «δια να σώσει την τιμή της» ανέφερε το παραπεμπτικό βούλευμα, πλην όμως οι κατηγορούμενοι την εξανάγκασαν σε άλλες ακατανόμαστε ασελγείς πράξεις.
Τι σας έκαμα και καταστρέφετε μια φτωχή κοπέλα;»
Όταν πια είχε γίνει ένα ράκος, της επιτέθηκε ο τρίτος νεαρός της παρέας, ο οποίος και την βίασε. Κανένας από τους τέσσερις άνδρες δεν λύγισε από τα κλάματα και τα λόγια της. «Τι σας έκαμα και καταστρέφετε μια φτωχή κοπέλα;» τους φώναζε χωρίς κανείς να την ακούει.

Στη συνέχεια, μετά την άγρια κακοποίηση οι δράστες την μετέφεραν κοντά στο σπίτι που έμενε και την εγκατέλειψαν σε έρημο σοκάκι. Όμως εκείνη κατάφερε να συγκρατήσει τον αριθμό της πινακίδας του οχήματός τους και λίγο πριν οδηγηθεί στο νοσοκομείο με νευρικό κλονισμό, να τον πει στους αστυνομικούς.
«Νόμιζα ότι είχα να κάνω με δράκους»
Στη δίκη που ακολούθησε για το έγκλημα η νεαρή γυναίκα, περιέγραψε το μαρτύριο που βίωσε με λυγμούς και δάκρυα στα μάτια. Πλήθος κόσμου είχε εισρεύσει στη δικαστική αίθουσα για να την ακούσει και να της συμπαρασταθεί.
Μάλιστα, ο πρόεδρος του Κακουργιοδικείου ζήτησε κάποιοι από το ακροατήριο να αποχωρήσουν, καθώς έτριζε το πάτωμα και υπήρχε κίνδυνος για την ασφάλεια όλων μέσα στη δικαστική αίθουσα!
Η κοπέλα μίλησε για τα όσα υπέστη από τους κατηγορούμενους και στη συνέχεια περιέγραψε ως εξής τον βιασμό που υπέστη από τον έναν εξ’ αυτών: «Είχα πάρει την απόφαση να σηκωθώ και να τρέξω αλλά δεν είχαν τελειώσει ακόμη τα μαρτύρια μου. Ο (…) με πλησίασε αγριεμένος με άρπαξε από τα μαλλιά και με έσυρε ως το αυτοκίνητο. Με έριξε στο πίσω κάθισμα και όρμησε και αυτός μέσα, όμοιος με θηρίο. Δεν άντεχα πλέον».
Με έριξε στο πίσω κάθισμα και όρμησε και αυτός μέσα, όμοιος με θηρίο. Δεν άντεχα πλέον
«Αυτά που μου είχαν κάνει τα έβλεπα για πρώτη φορά. Δεν άντεχα πλέον ούτε να σκεφθώ μπορούσα, είχα γίνει ένα ράκος και αυτός δεν με λυπήθηκε. Ημιαναίσθητη καθώς ήμουν το ένιωσα να πέφτει πάνω μου, να έχω φρικτούς πόνους καθώς με βίαζε» συνέχιζε η γυναίκα.
Ήταν η πιο φρικτή στιγμή της ζωής μου
«Ήταν η πιο φρικτή στιγμή της ζωής μου (…) Νόμιζα πως είχα να κάνω με δράκους και περίμενα από στιγμή σε στιγμή να με σκοτώσουν…» κατέληγε προκαλώντας παγωμάρα σε ακροατήριο και έδρα που εξέταζε το έγκλημα.
Οι απολογίες και η καταδίκη για το έγκλημα
Οι κατηγορούμενοι εμφανίστηκαν στο δικαστήριο «με άψογον ντύσιμον αλλά γεμάτοι ανησυχίας», έγραφαν οι δικαστικοί συντάκτες της εποχής που κάλυψαν τη δίκη.
Οι απολογίες τους στο δικαστήριο ήταν πολύωρες και υποστήριξαν ότι δεν βίασαν την κοπέλα, η οποία, όπως ισχυρίστηκαν, τους ακολούθησε οικειοθελώς. «Τελικώς εδήλωσαν ότι έσφαλον και ότι είναι πρόθυμοι να την βοηθήσουν» έγραφε η εφημερίδα «Μακεδονία».
Μάλιστα, η ακροαματική διαδικασία για το πολύκροτο έγκλημα διεξήχθη σε ιδιαίτερα υψηλούς τόνους με την υπεράσπιση των κατηγορουμένων να προσπαθεί να τρώσει την «ακεραιότητα και το ήθος» του θύματος, ισχυρισμούς που όμως δεν έκανε δεκτούς το δικαστήριο.

Για την ακρίβεια, ο ένας εκ των κατηγορουμένων διαχώρισε τη θέση του από τους υπολοίπους. Συγκεκριμένα, επιβεβαίωσε την κατάθεσή του θύματος και υποστήριξε πως εκείνος δεν είχε καμία συμμετοχή στις «ακατανόμαστες αυτές πράξεις» εναντίον της.
Με απόφασή του το δικαστήριο επέβαλλε στους τρεις εκ των τεσσάρων νεαρών κατηγορουμένων, καθείρξεις από 11 έως 4 έτη για το έγκλημα, ενώ επιδίκασε στο θύμα χρηματική ικανοποίηση 75.000 δρχ.
Αντίθετα, ο τέταρτος νεαρός που είχε διαχωρίσει τη θέση του κηρύχθηκε αθώος. Πλήθος κόσμου που περίμενε τους καταδικασθέντες να βγουν από τη δικαστική αίθουσα τους αποδοκίμασε έντονα.